Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Το Α2 Γυμνασίου Παραδεισίου ανοίγει... του κουτιού τα παραμύθια

Επιτέλους! Έναν μήνα διαγωνισμάτων και μία γιορτή Πολυτεχνείου μετά, ήρθε η ώρα να δημοσιεύσω τις παραμυθένιες ιστορίες του Α2 Γυμνασίου Παραδεισίου!
Για τρίτη χρονιά έχω αναλάβει το αντικείμενο της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στην Α' τάξη (ε καλά, μόνο στο ένα τμήμα της) και για τρίτη χρονιά, χαίρομαι αφάνταστα που μου δίνεται η ευκαιρία να συστήσω ένα τόσο ενδιαφέρον και ταξιδιάρικο μάθημα στους καινούριους μαθητές του Γυμνασίου.
Παρακάτω θα διαβάσετε το πρώτο δείγμα της δημιουργικής δουλειάς τους που προέκυψε μετά την ενασχόλησή μας με το κειμενικό είδος του παραμυθιού. Τα παιδιά κλήθηκαν να γράψουν τα δικά τους παραμύθια, είτε διασκευάζοντας κάποιο από τα αγαπημένα τους είτε συνθέτοντας μια εξ ολοκλήρου πρωτότυπη δική τους ιστορία. Δεν έχω παρέμβει στα κείμενά τους παρά μόνο διορθώνοντας κάποια ορθογραφικά/εκφραστικά λάθη και δίνοντας σε αγκύλες έναν τίτλο όπου κάποιο παιδί τον είχε παραλείψει. Κατά τη συνήθειά μου, κάθε παραμύθι το έχω συνοδεύσει με ένα τραγούδι που πιστεύω ότι ταιριάζει θεματικά στο περιεχόμενο του κειμένου.
Ελπίζω να χαλαρώσετε και να απολαύσετε τα παραμύθια μας που επιτελούν -τουλάχιστον στην εποχή που ζούμε- και τη βασική λειτουργία της παραμυθίας από όπου πήραν το όνομά τους: είναι, πράγματι, παρήγορο να συνειδητοποιεί κανείς ότι μέσα σε χαλεπούς καιρούς, με την τόση δυσθυμία να βαραίνει την καθημερινότητά μας, τα παιδιά ακόμα ονειρεύονται (και γράφουν για) κόσμους γεμάτους μαγεία, αγάπη κι ευτυχία. Διαβάστε τις εργασίες τους και, σας το εγγυώμαι, θα βρεθείτε κι εσείς εκεί!
Ας ανοίξουμε λοιπόν...


Μαρίνα Χ., [Η ιστορία του Σοκίν]

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό νησί στη μέση ενός τεράστιου ωκεανού υπήρχε η Λιλιπούπολη. Η Λιλιπούπολη ήταν ένας κόσμος πολύ διαφορετικός από τον δικό μας. Βασικά, ήταν ακριβώς ο αντίθετος: δηλαδή, μιλούσανε ανάποδα, τους βρώμικους τους θεωρούσαν καθαρούς και τους καθαρούς βρώμικους, τους όμορφους τους θεωρούσαν άσχημους και τους άσχημους όμορφους, τα παιδιά δούλευαν σαν τους μεγάλους και οι μεγάλοι πήγαιναν σχολείο σαν τους μικρούς.
Αυτόν, λοιπόν, τον παράξενο κόσμο δεν τον είχε ανακαλύψει κανείς και ούτε ήθελαν να τους ανακαλύψουν. Όμως, οι Λιλιπούτειοι ήθελαν να ανακαλύψουν τον κόσμο των ανθρώπων γιατί είχανε ακούσει πολλά γι' αυτούς και οι επιστήμονες είχανε μιλήσει για πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία των ανθρώπων. Πολλά χρόνια ζούσανε έτσι μέχρι που γεννήθηκε ένα μικρό λιλιπουτάκι, που από μικρό, ήτανε πολύ γενναίο. Μετά από έναν χρόνο που το μωρό αυτό μεγάλωσε -γιατί οι λιλιπούτειοι μεγάλωναν πολύ γρήγορα- το ονόμασαν Σοκίν, δηλαδή το αντίστροφο του "Νίκος". 
Τον Σοκίν, τον ενδιέφερε πολύ να μάθει για τους ανθρώπους και ήθελε να πάει να τους επισκεφθεί στον παράλληλο κόσμο τους. Όμως, κάθε φορά που το ανέφερε στους φίλους και στην οικογένειά του, αυτοί τον κορόιδευαν και τον περνούσαν για τρελό. Αλλά αυτό τον έκανε να πεισμώνει περισσότερο. 
Έτσι, μια μέρα αγόρασε ένα καράβι με σκοπό να πάει στον κόσμο των ανθρώπων. Ήταν έτοιμος για το ταξίδι του, έτοιμος να ξεκινήσει. Στην αρχή δίστασε λίγο αλλά μετά σκέφτηκε ότι άμα ανακαλύψει έναν καινούριο τόπο, όλοι θα τον προσκυνούν, θα τον συγχαίρουν. 
Καθώς προχωρούσε με το καράβι του στη λιλιπούτεια θάλασσα, βρέθηκε μπροστά σε έναν ανεμοστρόβιλο. Είχε αγχωθεί πολύ και δεν ήξερε τι να κάνει. Προσπαθούσε να τραβήξει το καράβι αλλά ο άνεμος ήταν τόσο ισχυρός που δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει. Και έτσι, ο φίλος μας, ο Σοκίν, χάθηκε για πάντα.
Επί δύο μέρες κοιμότανε... Όταν ξύπνησε, βρισκόταν σε ένα επιστημονικό εργαστήριο όπου προσπαθούσαν να τον σκοτώσουν -τουλάχιστον έτσι νόμιζε αυτός. Αλλά στην πραγματικότητα, ήθελαν να εξετάσουν τι οργανισμός είναι αυτός. Ξαφνικά ο Σοκίν βάζει μια δυνατή φωνή που τρόμαξε τους επιστήμονες. Οι άνθρωποι τον άκουσαν με προσοχή. Αυτός τους εξήγησε τι είδος είναι και τους μίλησε για τον κόσμο του.
Ο Σοκίν έμεινε έναν μήνα εκεί προσπαθώντας μαζί με τους επιστήμονες να συγκεντρώσουν στοιχεία για τη Λιλιπούπολη. Όταν, λοιπόν, ανακάλυψαν πολλά πράγματα, βεβαιώθηκαν ότι όλα ήταν αλήθεια. Το δημοσιοποίησαν σε όλον τον κόσμο και όλοι πείστηκαν για την ύπαρξή της. Έτσι, ο Σοκίν αποφάσισε να κάνει μια μεγάλη ομιλία και να τους εξηγήσει τι ήθελε: ήθελε να ενώσει τους δυο κόσμους. Η ομιλία του είχε μεγάλη επιτυχία: τον έδειξαν σε όλα τα κανάλια σε όλον τον κόσμο και μαζεύτηκαν εκατομμύρια άνθρωποι για να τον ακούσουν.
Τα κατάφερε! Οι άνθρωποι κατάφεραν να μειώσουν τη δύναμη του ανεμοστρόβιλου και να μπορούν να επικοινωνούν με τους Λιλιπούτειους. Ο Σοκίν ήταν τόσο περήφανος για τον εαυτό του! Το ίδιο και οι άλλοι Λιλιπούτειοι! Έτσι, οι Λιλιπούτειοι και οι άνθρωποι έζησαν καλά κι αγαπημένα...

Ελένη Π., Η μαγεία του λουλουδένιου κήπου

Μέσα σε ένα δάσος μακριά, πολύ μακριά στον Αμαζόνιο, υπήρχε ένα σπίτι όπου ζούσε μια οικογένεια με δύο παιδιά. Οι γονείς των παιδιών αγαπούσαν πολύ τα λουλούδια. Είχαν ένα φυτώριο με όλα τα είδη των φυτών: μικρά και μεγάλα, ροζ, μοβ, κίτρινα, κόκκινα, μια πανδαισία χρωμάτων. 
Τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο. Δεν υπήρχε μεγάλη διαφορά στην ηλικία των δυο παιδιών, αν φανταστείτε πως ο αδελφός, ο Νίκος, πήγαινε στην έκτη τάξη του Δημοτικού και η μικρή Σοφία πήγαινε στην τρίτη. Τα παιδιά, μετά το σχολείο, αποφάσισαν να εξερευνήσουν το δάσος. Καθώς περπατούσαν, αντίκρισαν μια αψίδα από πολύχρωμα και φανταχτερά λουλούδια που δημιουργούσε την είσοδο για ένα εντυπωσιακό μέρος, μετά από μια φωτοστολισμένη γέφυρα , πάνω από το ποτάμι του Αμαζόνιου, όπου μπορούσες να κάνεις πλήθος ανακαλύψεις! Ο Νίκος και η Σοφία πέρασαν έκπληκτοι πάνω από τη γέφυρα κοιτώντας γύρω τους με θαυμασμό. Στο τέλος της γέφυρας, ανακάλυψαν ένα ονειρεμένο μέρος με πολύχρωμα, εντυπωσιακά, σπάνια είδη φυτών και λουλουδιών. Καθώς περπατούσαν, ακολουθώντας μόνο το ένστικτό τους, εμφανίζεται ένα πολύχρωμο πλακόστρωτο μονοπάτι που τους οδήγησε σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι πάνω σε ένα δέντρο. Τότε, αποφάσισαν πως αυτό θα είναι το μέρος όπου θα ξεχνούν τις έγνοιες και τις δυσκολίες της ζωής. 
Είχε περάσει πια η ώρα... Δυστυχώς, δεν μπορούσε να κρατήσει άλλο αυτή η μαγική στιγμή. Έπρεπε να πάνε να βοηθήσουν τους γονείς τους στο φυτώριο, που δεν ήταν και πολύ μακριά από το σπίτι τους. Πήραν τα ποτιστήρια, τα γέμισαν και άρχισαν να ποτίζουν τα λουλούδια. Κατάλαβαν τότε πως τα λουλούδια είναι χαρούμενα -ένα συναίσθημα που δεν είχαν ζήσει ποτέ ξανά στη ζωή τους. Το μέρος που ανακάλυψαν είχε μια μαγική ιδιότητα. Νύχτωσε. Ήταν πια η ώρα για ύπνο. Τα παιδιά ανυπομονούσαν για την αυριανή μέρα και την επίσκεψή τους στον λουλουδόκηπο.
Το επόμενο πρωί ξύπνησαν γεμάτοι όρεξη για να πάνε σχολείο. Εκεί κατάλαβαν ότι τα περισσότερα παιδιά δε ξέρουν τη μαγεία της ζωής. Ο Νίκος και η Σοφία μετά το σχολείο πήγαν στο σπίτι για να αφήσουν τις τσάντες τους. Τότε οι γονείς τους, που τους είδαν λίγο ανήσυχους, αποφάσισαν να τους ακολουθήσουν μέχρι τον λουλουδόκηπο. Γεμάτοι έκπληξη, φανερώθηκαν στα παιδιά και τα ρώτησαν γιατί κράτησαν κρυφό τον μαγευτικό λουλουδόκηπο. Ο Νίκος κι η Σοφία είπαν πως ήθελαν να έχουν κάτι δικό τους, ένα μέρος όπου να ζουν τις εμπειρίες και τις μαγικές στιγμές τους. 
"Μα γιατί να μη μεταφέρουμε το φυτώριο;" είπαν σκεφτικοί οι γονείς. Τα παιδιά κοιτάχτηκαν και πίστεψαν πως ήταν πολύ καλή ιδέα. Όμως έτσι, όλοι θα ανακάλυπταν το μέρος τους... Ναι, αλλά τη μαγεία της ζωής δεν μπορείς να τη στερήσεις από τους άλλους ανθρώπους. Όταν όλοι πια έμαθαν για αυτό το μέρος, πήγαιναν όλοι εκεί όπου ανακάλυψαν τη μαγεία και το νόημα της ζωής, σ' αυτόν τον ιδιαίτερο λουλουδόκηπο.

Ελένη Τ., Ο ορειβάτης και οι λύκοι

Ξεκίνησε να ανηφορίζει το βουνό γεμάτος δύναμη και κουράγιο. Ήλπιζε πως θα έφτανε στην κορυφή. Δε φοβόταν για το τι θα του συμβεί γιατί η ελπίδα και η πίστη του τον έκαναν να είναι πιο δυνατός. Η ώρα περνούσε, τα εφόδια τελείωναν, το κρύο δυνάμωνε αλλά εκείνος συνέχιζε. Είχε βάλει στόχο να αντέξει ως το τέλος.
Είχε φτάσει στη μέση της διαδρομής και μαύρα σύννεφα τον κύκλωναν. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρει καταφύγιο μέχρι να περάσει η χιονοθύελλα. Κοίταζε γύρω του, δεν έβλεπε τίποτα εκτός από τα ψηλά έλατα καλυμμένα με χιόνι. Έπρεπε οπωσδήποτε να ξεκουραστεί. Οι δυνάμεις του είχαν τελειώσει. Μέχρι που δεν άντεξε και λιποθύμησε. Έπεσε κάτω και το χιόνι τον σκέπασε μέχρι τον λαιμό!
Όταν ξύπνησε, είδε να βρίσκεται στην αγκαλιά πολλών λύκων που προσπαθούσαν να τον ζεστάνουν. Τότε φοβήθηκε πολύ αλλά δεν έκανε τίποτα. Κατάλαβε πως τα ζώα ήθελαν το καλό του και όχι το κακό του. Μετά έκλεισε ξανά τα μάτια και αποκοιμήθηκε στη ζεστή αγκαλιά τους...


Αλκμήνη Σ., "Βροχή" από πεφταστέρια

ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ (Το νέο και οι ανόητες σκέψεις)
Αγαπητό ημερολόγιο,
Σήμερα άκουσα ένα νέο παράξενο, ότι θα έχει βροχή με πεφταστέρια. Δεν κατάλαβα ακριβώς , θα πέσουν αυτά τα μικρά αστέρια πάνω μας; Αχ τι λέω αφού μου έχουν πει ότι τα αστέρια είναι μεγάλα, αλλά φαίνονται μικρά. Δηλαδή τι θα γίνει; Θα πέσουν αυτά τα μεγάλα αστέρια πάνω μας; ΦΟΒΑΜΑΙ! 
Μπορεί να πεθάνουν άνθρωποι! Και η βροχή θα αρχίσει το βράδυ. Σε 3 ώρες περίπου νυχτώνει. ΦΟΒΑΜΑΙ! Τι θα κάνω; Άμα αρχίσουν να πέφτουν όλα μαζί; Τι θα κάνω; 
Το βρήκα! Θα ρωτήσω την μαμά μου αυτή τα ξέρει όλα. 

Γεια,
Αμαλία

________________
Αμαλία: Μαμά, φοβάμαι! Άκουσα  ότι θα πέσουν αστέρια σήμερα! Μαμά φοβάμαι! Αν πέσει κανένα πάνω μας;  Ή πάνω στο σπίτι; Θα πεθάνουμε όλοι! Φοβάμαι!
Μαμά: Χα χα αγάπη μου, μην φοβάσαι! Δεν θα γίνουν έτσι τα πράγματα! Άκου γλυκιά μου, θα πέσουν κάτι μικρά μέρη από τα αστέρια, σαν σκόνη! Και θα πέσουν σε πολλά μέρη του κόσμου. Δηλαδή μπορεί να μην πέσει  κανένα σε όλη την Ελλάδα.
Αμαλία: Δηλαδή δεν θα πέσουν πολλά αστέρια σε όόόόλα τα μέρη;

Μαμά: Όχι, ποιος το είπε αυτό
Αμαλία: Ο Αλέξης από το Β1.
Μαμά:  Μην φοβάσαι Αμαλία! Άντε πήγαινε να διαβάσεις.

 ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ (Ας δούμε τα πεφταστέρια)
(Μετά από 3 ώρες)
Αμαλία: Μαμά, μαμά  πάμε να δούμε τη βροχή με τα πεφροστέρια;
Μαμά: Πεφροστέρια; Χαχα Αμαλία πεφταστέρια τα λένε!
Αμαλία:  Πάμε να τα δούμε;
Μαμά: Άντε πάμε!
_________
(Στην ταράτσα)
Αμαλία: Δηλαδή τι θα δούμε;
Μαμά: Θα δούμε…… Κάτι άσπρο θα δούμε, στον ουρανό!
_____
(Μετά από λίγο)
Μαμά: Να κοίτα αυτό και κάνε μια ευχή
Αμαλία: Έκανα! Τι ωραίο! Μα γιατί πέφτει τόσο αργά;
Μαμά: Γιατί ο ουρανός είναι πολύ μακριά από μας!
Αμαλία: Είναι πολύ όμορφο!
____
(Μετά από λίγο)
Αμαλία: Έπεσε εδώ, έπεσε εδώ

Μαμά: Αυτό σημάνει πως είσαι πολύ τυχερή!
Αμαλία: Αύριο θα το πω σε όλο το σχολείο!
Μαμά: Καλά, άντε πήγαινε για ύπνο…

Αμαλία: Καλά.

ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΡΙΤΗ (το αστέρι έπεσε στην ταράτσα μου)

Αγαπητό ημερολόγιο,
Χθες έπεσε ένα αστέρι στην ταράτσα μου! Ήταν τελείως διαφορετικό απ’ ό,τι περίμενα...
Ήταν σαν σκόνη, όχι σαν τα αστέρια που ζωγραφίζουμε! Ήταν μικρό, όχι μεγάλο όπως έλεγαν. Δεν ήταν ένα τεράστιο πράγμα που θα σε σκότωνε!  Και έκανα μια ευχή! Έπεσε στην ταράτσα μου,  η μαμά μου, μου είπε πως θα είμαι πολύ τυχερή. Δεν θα σου πω τι ευχή έκανα γιατί δεν θα πραγματοποιηθεί….

Καληνύχτα,
Αμαλία.


Κυριακή Π., Τα πέντε γατάκια
Μια φορά κι έναν καιρό γεννήθηκαν πέντε μικρά πανέμορφα γατάκια στην αυλή ενός σπιτιού. Όλα είχαν το ίδιο μέγεθος εκτός από ένα, το οποίο ήταν το πιο μικρό.
Μια μέρα τα γατάκια έπαιζαν όλα μαζί αλλά δεν υπήρχε στην παρέα τους το πιο μικρό επειδή ήταν τόσο μικρό ώστε τα άλλα γατάκια δεν ήθελαν να παίζουν μαζί του. Το γατάκι ήταν τόσο λυπημένο και μοναχικό επειδή ένοιωθε την απόρριψη από τα αδέλφια του. Σκέφτηκε, λοιπόν, να προσπαθήσει να γίνει φίλος με τα άλλα γατάκια της γειτονιάς. Όμως, ούτε εκείνα το δέχτηκαν στην παρέα τους γιατί το έβλεπαν πολύ διαφορετικό από αυτά.
Αφού ένοιωσε την απόρριψη και από τα άλλα γατάκια της γειτονιάς, γύρισε με δειλά βήματα πίσω στην αυλή με τη σκέψη ότι δεν είναι πια αποδεκτό από κανέναν. Κι έτσι, κάθισε σε μια γωνιά της αυλής κοιτάζοντας γύρω του μελαγχολικά. Ξαφνικά έγινε κάτι απίστευτο!
Ο σκύλος της αυλής το πλησίασε και άρχισε να του κάνει χαρές και να του γλύφει με τη μεγάλη του γλώσσα το μικροσκοπικό του κεφάλι, δείχνοντάς του έτσι ότι μόλις απέκτησε έναν καινούριο και διαφορετικό φίλο που θα του είναι πάντα πιστός και δίπλα του.
Έτσι, το γατάκι σηκώθηκε με χαρά και ελπίδα ότι μόλις απέκτησε τον πρώτο του φίλο! Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!!!


Σαββίνα Σ., [Μια επικίνδυνη εκδρομή]

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια παρέα δωδεκάχρονων παιδιών. Τα παιδιά ήταν πολύ καιρό φίλοι! Ένα πρωί αποφάσισαν να πάνε βόλτα στο δάσος. Ξεκίνησαν χαρούμενα, έφτασαν το μεσημεράκι στο δάσος. Εκεί έψαξαν να βρουν ένα ωραίο σημείο για να κάτσουν να φάνε το φαγητό τους. Αφού έφαγαν, συνέχισαν τον περίπατό τους.
Βρήκαν μια καλύβα και από περιέργεια πήγαν να δουν αν μένει κάποιος εκεί. Χτύπησαν την πόρτα μα δεν τους άνοιγε κανείς και αποφάσισαν να μπουν μέσα. Ανοίγοντας την πόρτα, αντίκρισαν ένα ερειπωμένο σπίτι. Αλλά μιας κι είχε αρχίσει πια να σκοτεινιάζει και ήταν πολύ κουρασμένα από το παιχνίδι, σκέφτηκαν πως θα ήταν καλύτερα να μείνουν εκεί το βράδυ. Όλα ήταν μια χαρά! Βρήκαν και κάτι παλιές κουβέρτες και έστρωσαν και βολεύτηκαν για να κοιμηθούν το βράδυ. Όλα ήταν τέλεια!
Μέσα στην νύχτα, όμως, ακούστηκαν θόρυβοι, τα παράθυρα άνοιγαν μόνα τους. Ακούγονταν φωνές απ' το δάσος και έμπαινε ψυχρός αέρας μέσα στο δωμάτιο. Τα παιδιά τρομοκρατήθηκαν και ήταν τόσο τρομαγμένα που έφυγαν μέσα στα μεσάνυχτα. Έφυγαν τρέχοντας μα, πάνω στον πανικό τους, έχασαν τον δρόμο. 
Στο δάσος έβλεπαν κάποια φώτα που τρεμόπαιζαν και οι φωνές ακούγονταν όλο και πιο δυνατά! Έβλεπαν ένα φως όλο και πιο δυνατά! Ξαφνικά, άκουσαν ξεκάθαρα τις φωνές: ήταν οι γονείς τους που τους έψαχναν. Και το φως ήταν τα μικρά φαναράκια που κρατούσαν.
Και από την τρομάρα που πήραν, δεν ξαναπήγαν βράδυ στο δάσος!

Παναγιώτης Χ., Το παιδί και το μπουζούκι

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα πάμφτωχο παιδί. Το παιδί δεν πήγαινε σχολείο αλλά έψαχνε για δουλειά. Μια μέρα καθώς περνούσε από τα σκουπίδια της γειτονιάς, αντίκρισε ένα μισάνοιχτο μπαούλο. Πλησίασε, το άνοιξε και είδε ένα ολοκαίνουριο, πανάκριβο μπουζούκι. Αποφάσισε να το πάρει και να μην πει τίποτα στους γονείς του.
Το μικρό παιδί την άλλη μέρα γράφτηκε στο σχολείο και μόλις σχολούσε, πήγαινε και έπαιζε το μπουζούκι στους δρόμους. Η μάνα του τον ρωτούσε πού έβρισκε λεφτά αλλά εκείνος έλεγε ότι δούλευε στην οικοδομή.
Για κακή του τύχη, καθώς έπαιζε το μπουζούκι, πέρασε η μάνα του από εκεί και τον είδε. Τον πήγε σπίτι, το είπε στον πατέρα και εκείνος χάρηκε επειδή έμαθε ότι ο γιος του και έπιασε δουλειά και πάει σχολείο. Η οικογένεια έκανε δώρο στον μικρό: του αγόρασε την παιχνιδοκονσόλα που πάντα ονειρευόταν. Το παιδί τρελάθηκε από τη χαρά του.
Η οικογένεια έζησε καλά κι εμείς καλύτερα.


Δημήτρης Χ. [Η μάχη]

Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα στον κόσμο του Leige of Legends και όλοι οι Επικαλεστές ετοιμάζονται για τη χιλιοστή επέτειο του κόσμου τους. Σε αυτή τη γιορτή συμμετέχουν όλοι. Η Ζαϊρα είναι υπεύθυνη για τα λουλούδια, η Σόνα για τη μουσική, ο Τουίστεντ Φέιτ μαζί με τον Σάκο είναι υπεύθυνοι για την ψυχαγωγία, ο Μπραντ για τον φωτισμό και οι υπόλοιποι βοηθούν σε ό,τι μπορούν.
Όμως, λίγο πριν αρχίσει η γιορτή, ένα γεγονός άλλαξε τα πράγματα. Ο Μπραντ έκαψε τα φυτά της Ζαϊρα και η Σόνα δεν άφηνε τους διασκεδαστές να συγκεντρωθούν στην πρόβα τους με τη δυνατή μουσική της. Όλοι προσπαθούσαν να τους ηρεμήσουν αλλά δεν τα κατάφεραν. Είχε ξεσπάσει μεγάλος πόλεμος. 
Τότε φτιάχτηκαν τέσσερις ομάδες: οι archers, οι fighters, τα tank και οι magets. Η κάθε ομάδα είχε είκοσι πέντε μέλη. Πενήντα Επικαλεστές συντάχτηκαν στο Φαράγγι της Σύγχυσης για τη μάχη. Ο πόλεμος ξεκίνησε με τον Ντάριους να πετυχαίνει Πρώτο Αίμα αλλά και διπλή εξόντωση. Από τη μεριά των magets, ο Ράιζ καταφέρνει να καταστρέψει ένα turret αλλά ο Πάνθεον τον σκοτώνει. Στον αγώνα έχουν γίνει πάνω από τρία πεντάκιλα και πάνω από είκοσι άσοι.
Η μάχη κρατάει πάνω από δύο ώρες και οι παίχτες που δεν παίζουν αρχίζουν να βαριούνται. Φτιάχνουν τους Ρούνους, τις Εξειδικεύσεις και τα Μάγια και μπαίνουν κι αυτοί στη μάχη. Στη μάχη γίνεται μακελειό. Το πιο κακό είναι ότι δε σκοτώνουν μόνο τους αντιπάλους Επικαλεστές αλλά και τη ζούγκλα. Τότε αυτά νευριάζουν και μπαίνουν και αυτά στη μάχη. Το άσχημο για τους Επικαλεστές είναι ότι τα jungle monsters έχουν τη διπλάσια δύναμη και μεγαλύτερη επιδεξιότητα στις επιθέσεις και γι' αυτό τους σκότωσαν όλους. Οι Επικαλεστές είδαν ότι δε μπορούν να τα καταφέρουν -γι' αυτό προσπάθησαν να μιλήσουν μαζί τους. Οι jungles συμφώνησαν με δυο όρους: να μην ξαναπολεμήσουνε και να βοηθήσουν να φτιάξουν ξανά τη ζούγκλα.
Μετά από λίγο, όλοι κάνανε ένα πικ-νικ αφού είχαν καταστρέψει την αρχική γιορτή.

Αυγουστίνος Μ., [Το φίδι και ο πρίγκιπας]

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κακό φίδι και ένας καλός πρίγκιπας και μια αλεπού μαζί με τον πρίγκιπα. Το φίδι κάθε μέρα πήγαινε σε κάποιους ανθρώπους και τους έλεγε διάφορα: δεν τους μιλούσε αλλά ήταν μέσα στο μυαλό τους. Εκείνοι άκουγαν ό,τι έλεγε κι αντί να κάνουν ό,τι ήθελαν, έκαναν ό,τι έλεγε το φίδι. 
Ο πρίγκιπας τους βοηθούσε να καταφέρουν να διώξουν το φίδι και όποτε τα κατάφερνε, έστελνε μήνυμα σε ένα τριαντάφυλλο που ζει στο φεγγάρι κι εκείνο το διάβαζε.

Άντα Τ., Το πιο πολύτιμο δώρο

Μια φορά κι έναν καιρό, στα βάθη της Ανατολής, ζούσε ένας άνθρωπος ξύπνιος αλλά και τυχερός, που περνούσε όμως άσχημα -καθότι φουκαράς- και σκεφτόταν τι να κάνει για να λύσει το πρόβλημά του. 
Πολύ βασάνισε το μυαλό του και στο τέλος αποφάσισε ν' αναφερθεί στον πολυχρονεμένο Πατισάχ για να ζητήσει την προστασία και τη βοήθειά του. Κάποιο δώρο όμως έπρεπε απαραιτήτως να του πάει. Κι αυτό, βέβαια, ήταν πρόβλημα μεγάλο. Γιατί τι μπορούσε να προσφέρει ένας φουκαράς στον πολυχρονεμένο Πατισάχ, που ζούσε μέσα στα μυθικά παλάτια, στα χρυσάφια και τα πλούτη; Τι θα μπορούσε να μην έχει ο παντοδύναμος αφέντης, ώστε να τον εντυπωσιάσει και να τον ευχαριστήσει με το δώρο του; Ρώτησε από δω, ρώτησε από κει, έφαγε τον κόσμο και στο τέλος βρέθηκε κάποιος που του είπε:
-Ξέρεις τι δεν έχει ο Πατισάχ;
-Τι δεν έχει;
-Κρεμμύδια, άνθρωπέ μου.
-Κρεμμύδια δεν έχει ο πολυχρονεμένος μας αφέντης;
-Ούτε έχει ούτε και τα ξέρει. Γιατί οι παλατιανοί του δεν τα καταδέχονται και δεν τα βάζουν στο παλάτι.
Χωρίς άλλες συζητήσεις, φορτώνει ένα κάρο κρεμμύδια και τραβά για την πόλη. Ταξιδεύει μέρες και μέρες και φτάνει επιτέλους στο παλάτι. Παρουσιάζεται στον Σουλτάνο, κάνει δέκα τεμενάδες, κολλά τη μύτη του στο πάτωμα και λέει:
-Πολυχρονεμένε μου Πατισάχ και αφέντη της ζωής μου, άστρο του μιλετιού και του βιλαετιού μου, σου έφερα ένα δώρο, που ούτε το είδες ποτέ σου ούτε το ξέρεις. Να το μαγειρέψεις και να το φας και θα συχωρνάς τ' αποθαμένα μου! 
Ρουφά τον ναργιλέ του ο Πατισάχ, χαϊδεύει τα μακριά του γένια και ρωτά: 
-Τι είναι ορέ; Τι δώρο είναι αυτό; Και πώς το λένε;
-Κρεμμύδια, Πατισάχ!
-Και τι θα πει αυτό;
-Φάε και θα το δεις!
Διατάζει ο Πατισάχ να μαγειρέψουν τα κρεμμύδια, τα τρώει και τρελαίνεται
-Αμάν! μουγκρίζει και μασουλά. Βάι, βάι! και καταπίνει. Τι γλύκα είναι αυτή..! Και τρώει αχόρταγα, ευχαριστιέται, χαϊδεύει την κοιλιά του και διατάζει:
-Πάρτε από το κάρο του ανθρώπου όλα τα κρεμμύδια, γεμίστε το με χρυσάφι κι ας πάει πίσω στο χωριό του!
Φορτωμένος με χρυσάφι και τρισευτυχισμένος, γυρίζει στο χωριό του ο τυχερός και χοροπηδά απ' τη χαρά του. Τον βλέπει ο αδερφός του, ο άτυχος, αναστατώνεται κι αρχίζει ν' αναρωτιέται μήπως ο πολυχρονεμένος Πατισάχ, που δεν ήξερε τα κρεμμύδια, δεν ξέρει και τα ...σκόρδα. Χωρίς πολλές κουβέντες -για να μη χάνει πολύτιμο καιρό- φορτώνει στα κρυφά ένα κάρο σκόρδο, φτάνει στην πόλη, παρουσιάζεται στον πολυχρονεμένο Πατισάχ, κάνει είκοσι τεμενάδες, κολλά τη μύτη του στο πάτωμα και λέει για τα σκόρδα όσα είπε ο αδερφός του για τα κρεμμύδια. Ο αφέντης δε δείχνει καθόλου αδιαφορία, παρά δοκιμάζει ένα σκόρδο και τρελαίνεται:
-Αμάν, αμάν! φωνάζει. Τι είναι τούτο; Τρώει κι άλλο. Βάι, βάι! μουγκρίζει. Τρώει και τρίτο και τα χάνει από τη νοστιμάδα. Μωρέ τούτο εδώ καψουρίζει λιγάκι και φέρνει μεγάλη χαρά στο στόμα και στο στομάχι! Τέτοιο νόστιμο πράμα δεν έφαγα ποτέ! Και ενθουσιασμένος, γυρίζει στους ανθρώπους του:
-Πώς να τον ανταμείψω τούτον τον ευλογημένο; λέει. Τι να του δώσω; Θα του δώσω ό,τι πιο ακριβό έχω μέσα στο παλάτι μου. Πάρτε του γρήγορα όλα τα σκόρδα και φορτώστε στο κάρο του το πιο πολύτιμο πράγμα του παλατιού μου, τα ...κρεμμύδια!


Δεν υπάρχουν σχόλια: