Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

Ο φόβος και ο τρόμος!

Κι αφού στην τάξη διαβάσαμε τα Φαντάσματα της Μαρίας Ιορδανίδου, αποφασίσαμε να γράψουμε για τα δικά μας φαντάσματα είτε για άλλες τρομακτικές ιστορίες με αστείο ή όχι τέλος.

Τα παιδιά του Α2 Γυμνασίου Παραδεισίου εξομολογήθηκαν σε κείμενα/ζωγραφιές/ βίντεο  "αυτό που φοβούνται περισσότερο" για να το ξορκίσουν. Κάθε εργασία τους είναι συνοδευμένη με μια ταινία που κινείται στο ενδιάμεσο μεταξύ του φόβου και του γέλιου (επειδή καμιά φορά είναι αστείο τι μας φοβίζει αλλά τις περισσότερες φορές φοβόμαστε να γελάμε...)  

Διαβάστε παρακάτω 
τα ΦΟΒΕΡΑ αποτελέσματα της δουλειάς των παιδιών!

Ελένη Τ.
"O πιο μεγάλος μου φόβος"
Θα ήθελα να μη φοβάμαι τίποτα, γιατί ο φόβος σε κρατάει μακριά από πράγματα πού θα μπορούσες να κάνεις. Υπάρχουν άνθρωποι που φοβούνται τα αεροπλάνα και γι'αυτό δεν κάνουν μακρινά ταξίδια, άνθρωποι που φοβούνται το πλήθος γι'αυτό και δεν πηγαίνουν σε πολυσύχναστα μέρη. Άλλοι φοβούνται να μπουν σε ασανσέρ, τη μοναξιά, το ύψος, τα έντομα και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
Εγώ αυτό πού φοβάμαι περισσότερο είναι τα σκυλιά και όχι χωρίς λόγο.  Όλα άρχισαν πριν από έναν χρόνο, όταν με την οικογένειά μου και την παρέα μας πήγαμε στον Άγιο-Σουλά για πικ-νικ. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και όλα φαίνονταν πως θα κυλούσαν πολύ ωραία. Ήμασταν εφτά παιδιά και είχαμε συννεννοηθεί να πάρουμε όλοι τα ποδήλατά μας και αρχίσαμε τις βόλτες. 
Δεν πέρασε πολλή ώρα και ένα μεγάλο καφέ λυκόσκυλο εμφανίστηκε και όρμησε στην αδερφή μου. Η Μαρία-Βιργινία, που είναι μικρότερη από μένα, άρχισε να στριγκλίζει και να κλαίει. Ο σκύλος τη δάγκωσε στα πλευρά και προσπαθούσε να τη ρίξει από το ποδήλατο. Έτρεξα κοντά της για να τη βοηθήσω αλλά ο σκύλος επιτέθηκε και σε μένα. Με άρπαξε από το χέρι και με έριξε κάτω. Τα άλλα παιδιά έβλεπαν σοκαρισμένα, ακίνητα, φωνάζοντας μόνο για βοήθεια τους μεγάλους.  Ο πατέρας μου, που είχε αντιληθφεί τι είχε συμβεί, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και μ' ένα ξύλο προσπάθησε να απομακρύνει τον σκύλο από πάνω μου. 
Σε λίγα δευτερόλεπτα έφτασε και ο ιδιοκτήτης του σκύλου και οι υπόλοιποι γονείς της παρέας που, με πολλή προσπάθεια, απομάκρυναν τον σκύλο από εμάς.  Όλοι ήμασταν πολύ αναστατωμένοι- ιδίως οι γονείς μου, που μας έβαλαν στο αυτοκίνητο και πήγαμε αμέσως στο νοσοκομείο. Σε όλη τη  διαδρομή η αδερφή μου και εγώ κλαίγαμε και βλέπαμε τα τραύματα μας και τα ρούχα μας που είχαν σκιστεί από τα κοφτερά δόντια του σκύλου.  Στο νοσοκομείο μας περιποιήθηκαν και ευτυχώς δεν χρειαστήκαμε ράμματα.
Αυτό το άτυχο γεγονός έχει χαραχτεί  στο μυαλό μου. Εύχομαι  να μην είχε συμβεί ποτέ γιατί είναι η αιτία που χάνω πολλά πράγματα με τον φόβο μήπως συναντήσω πάλι έναν άγριο σκύλο. Λένε πως τους φόβους τους ξεπερνάς όταν τους αντιμετωπίσεις - γι` αυτό κι εγώ σκέφτομαι να υιοθετήσω ένα σκυλάκι. Με την αγάπη του θα με βοηθήσει να νικήσω και να εξαφανίσω ό,τι άσχημο έχω στο μυαλό μου από την τραυματική μου εμπειρία.   





Δημήτρης Χ.
Αυτό που φοβάμαι δεν είναι ένα συγκεκριμένο ζώο αλλά οτιδήποτε μπορεί να με ακουμπήσει μέσα στη θάλασσα. Όταν με ακουμπά κάτι στη θάλασσα, κομπλάρω και αρχίζω ν' ανησυχώ για το τι είναι. Ειδικά αν είμαι σε βαθιά νερά, δε με νοιάζει τίποτε άλλο - παρά μόνο να φτάσω στη στεριά!
Έχω δει ντοκιμαντέρ με μεγάλα κι επικίνδυνα ψάρια κι έτσι, αυτά μου έρχονται στο μυαλό... Για να μειώνω κάπως τον φόβο μου, πάντα φοράω μάσκα.

Παναγιώτης Χ.
Φέτος, την ημέρα των Χριστουγέννων, καθόμουν μαζί με τα ξαδέλφια μου μέσα στην ωραία μου καλύβα, την οποία έφτιαξα με τον παππού και τον μπαμπά μου. Καθόμουν για ώρες και μιλούσαμε για το τι μας φοβίζει περισσότερο. 'Οταν έφτασε η σειρά μου, δεν ήθελα να τους πω και βρήκα μια δικαιολογία για να γλιτώσω απ' την απάντηση. Όμως με κατάλαβαν και με βασάνιζαν μέχρι που αναγκάστηκα να τους το πω.
Μόλις το ακούσανε, έβαλαν τα γέλια. Εγώ νευρίασα και έφυγα: πήγα να κοιμηθώ. Όσο κοιμόμουν, μου έστησαν μια πολύ φοβιστική παγίδα! Με πήραν στην παραλία με κλειστά μάτια. Μου είπαν να κάνω τρία βήματα κι έπεσα σε μια λακκούβα με σκελετούς! Σκεφτόμουν για ώρες κι αποφάσισα ότι, αφού δε με άφηναν να βγω, θα μείνω για πάντα εκεί.
Άρχισα να κουνάω τους σκελετούς και να τους βάζω στην άκρη. Ένοιωθα πως ήταν ζαχαρωτά, γι' αυτό έκοψα ένα κομμάτι και το δοκίμασα: ήταν ζαχαρωτά! Ακούω μια φωνή να μου λέει: "Παναγιώτη, ξύπνα! Χριστούγεννα!"
Ανοίγω τα μάτια μου και βρίσκομαι σπίτι μου. Φοβόμουν πως δε θα έφευγα από την τρύπα εκείνη αλλά η τρύπα ήταν ένα όνειρο. Από τότε, όμως, φοβάμαι τις τρύπες και τους σκελετούς...

Κάρμεν Π. & Σαββίνα Σ.
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Ένα ωραίο βράδυ, εφόσον οι γονείς μου θα έλειπαν, σκεφτήκαμε με την Κάρμεν να κάνουμε ένα πιτζάμα-πάρτι οι δυο μας. Κατά τις 9, ήρθε η Κάρμεν. Θα βλέπαμε μια ταινία, το "Για πάντα δικός σου!" Παραγγείλαμε και πίτσα αλλά τελικά, η πίτσα δεν κατέληξε στα στομάχια μας αλλά στο πάτωμα και στα πρόσωπά μας!!!
Περνούσαμε πολύ ωραία όταν ξαφνικά έσβησαν τα φώτα! Πήγαμε στην κουζίνα για να δούμε αν έπεσε η ασφάλεια αλλά δεν μπορούσαμε να βρούμε ποια ασφάλεια έπεσε. Τότε... ακούσαμε την πόρτα να ξεκλειδώνει και τρομακτικούς ήχους να ταράζουν το σκοτάδι! Η Κάρμεν έπιασε ένα τηγάνι και εγώ μια καρέκλα για να χτυπήσουμε τον κλέφτη (που νομίζαμε, μέχρι στιγμής, πως είχε εισβάλει σπίτι μου). Τον χτυπήσαμε! Και ξαφνικά, ήρθε το φως!
Έκπληκτες αντικρίσαμε πως ήταν ο πιτσαδόρος, ο οποίος μας έφερε τα αναψυκτικά που είχε ξεχάσει... Φωνάξαμε ασθενοφόρο διότι είχε χάσει τις αισθήσεις του. Εμείς δεν πήγαμε μαζί του -ζητήσαμε, όμως, συγγνώμη όταν συνήλθε και η παρεξήγηση λύθηκε.
Συνεχίσαμε το πάρτι μας όμορφα κι ωραία αλλά λίγο στενοχωρημένες γι' αυτό που είχε συμβεί...
Καληνύχτα ημερολόγιο!!
Με αγάπη,
Σαββίνα
Και η ιστορία εικονογραφημένη...

από τις ίδιες τις μαθήτριες, Κάρμεν Π. και Σαββίνα Σ.


Ελένη Π.
Ήτανε Μάρτης του '10 όταν πέθανε ο παππούς μου. Θυμάμαι ήταν πρωί, μια σχολική ημέρα. Ο παππούς μου ήταν στο νοσοκομείο, καθώς δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Εκείνο το πρωινό, ετοιμάστηκα να πάω στο σχολείο, βγήκα έξω και είδα το ασθενοφόρο. Με χαρά κατέβηκα τις σκάλες, ελπίζοντας πως γύρισε, για να του πιάσω το χέρι, να τον φιλήσω. Όμως, όταν έφτασα στο τελευταίο σκαλοπάτι, είδα ότι η γιαγιά μου και η μαμά μου έκλαιγαν. Ρώτησα με περιέργεια τι συνέβη. Δεν πήγε εκεί ο νους μου. Τότε μου ανακοίνωσαν το δυσάρεστο: ο παππούς μου δεν ήταν πια στη ζωή. Εγώ ξέσπασα σε δυνατό κλάμα, δεν το άντεχα! Παρ'όλα αυτά, πήγα στο σχολείο.
Όταν έμαθε η δασκάλα αυτό που συνέβη, συμφώνησαν με τον Διευθυντή να πάω απέναντι, στο Νηπιαγωγείο, να ξεχαστώ τις δυο πρώτες ώρες γιατί είχαμε μία έκθεση με θέμα "το αγαπημένο μας πρόσωπο" κι εγώ είχα γράψει για τον παππού μου. Έτσι λοιπόν κι έγινε: πήγα στο Νηπιαγωγείο... Ήταν όλα τόσο χαρούμενα: οι πολύχρωμες τοιχογραφίες, τα ζωντανά χρώματα και, κυρίως, τα όμορφα χαμόγελα που ομόρφαιναν τα πρόσωπα των παιδιών. Κι εγώ χλωμή. 
Η δασκάλα ανακοίνωσε στα μικρά παιδιά πως θα καθόμουν εκεί για λίγο γιατί ήμουν στενοχωρημένη που πέθανε ο παππούς μου. Τότε όλα τα παιδάκια ήρθαν και μ' αγκάλιασαν λέγοντάς μου με ψυχραιμία, σαν μεγάλοι άνθρωποι: "Δεν πειράζει! Θα το ξεπεράσεις! Αυτά έχει η ζωή..." Αφού κάθισα εκεί, έφτιαχνα παζλ, ζωγράφιζα με τα μικρά παιδιά, ξεχάστηκα και πέρασε η ώρα. Η δασκάλα μου είπε πως έπρεπε γρήγορα να γυρίσω για να συνεχίσω το μάθημά μου κανονικά. Όλο το σχολείο με ρωτούσε πώς τα πέρασα στο Νηπιαγωγείο μην τολμώντας να πούνε κάτι για το δυσάρεστο.  
Πέρασαν μέρες κι εγώ ήμουν όλο και καλύτερα. Την τρίτη μέρα, ξύπνησα το πρωί και αντίκρισα πάνω στη συρταριέρα... το χέρι του παππού μου! Ήταν εκεί, φορώντας το καλό του το κουστούμι! Δεν ήταν σκοτάδι. Απ' το παράθυρο έμπαινε φως... Εγώ άρχισα να κλαίω και να φωνάζω: "Μαμά! Έλα γρήγορα!! Μαμά!!" Η μαμά μου, όμως, κοιμόταν κι ήθελε να ξεκουραστεί, αφού ήταν Κυριακή. Έτσι, μου απάντησε: "Άσε τις ανοησίες! Κλείσε τα μάτια σου και βγες απ΄το δωμάτιο." Εγώ, όμως, δεν τολμούσα να κοιτάξω πάνω απ' τα σκεπάσματα -πόσο μάλλον να βγω κιόλας!Έκλαιγα και φώναζα βοήθεια! 
Πέρασε μια ώρα και βαρέθηκα πια να φωνάζω και να κλαίω. Το πήρα απόφαση και, τρέχοντας με κλειστά τα μάτια, βγήκα απ' το δωμάτιό μου! Από τότε, πάντα κοιμάμαι με αναμμένο το φως για να μην έρθουν φαντάσματα. Να φωτίζεται όλο το δωμάτιο.

Άντα Τ.
Αυτό που φοβάμαι πιο πολύ είναι το σκοτάδι. Μια νύχτα, είχα κλείσει τα παντζούρια και στο δωμάτιό μου είχε απόλυτο σκοτάδι. Είχα ανοιχτή την πόρτα, πάνω στην οποία είχα κρεμάσει ένα αρκουδάκι. Όταν σηκώθηκα -αξημέρωτα ακόμα- για να ετοιμαστώ για το σχολείο, είδα τον αρκούδο και τρόμαξα! Φοβήθηκα και έκλεισα τα μάτια μου.

Μαρίνα Χ.
Όταν ήμουν μικρή, είχα πολλές φοβίες με τα ζωύφια, τις αράχνες, τα φαντάσματα και διάφορα μυθικά πλάσματα της φαντασίας μου. Σιγά-σιγά, όμως, καθώς μεγάλωνα και λογικευόμουν, απομυθοποιούσα τις τρομακτικές εμπειρίες μου κι έπαψα να φοβάμαι. Αλλά κάτι που φοβάμαι ακόμα, είναι το σκοτεινό δάσος (όπου συνήθως κατασκηνώνουμε με τους προσκόπους), διότι κάθε φορά που πηγαίνω εκεί, φεύγω με τρομακτικές εμπειρίες. Η τελευταία που πέρασα ήταν και η πιο τρομακτική απ' όλες!
Είχαμε πάει κατασκήνωση στον Προφήτη Ηλία, μέσα στο κρύο και την ομίχλη. Την πρώτη νύχτα, ο αρχηγός μάς μάζεψε όλους σε έναν κύκλο και μας ανακοίνωσε ότι θα παίξουμε ένα κινητικό παιχνίδι με ζευγάρια, στο οποίο ο ένας θα κρύβεται από τον άλλο. Εγώ είχα μπει ζευγάρι με την Ελένη. Καθώς τρέχαμε για να κρυφτούμε, βλέπουμε τρεις σκιές πάνω στο βουνό. Τρομάξαμε στην αρχή αλλά μετά ακούσαμε τις φωνές του Κώστα και του Αντώνη και καταλάβαμε ότι ήταν αυτοί. Αφού τελείωσε το παιχνίδι, πήγαμε ανά ενωμοτίες στις σκηνές μας να κοιμηθούμε, ενώ εγώ με την Ελένη είχαμε σκοπιά. 
Κάποια στιγμή, περνάει ο Κώστας από μπροστά μας. Εμείς τον φωνάξαμε και τον ρωτήσαμε τι είχε γίνει στο παιχνίδι. Εκείνος μας είπε ότι δεν είχε ανέβει στο βουνό κι ότι οι φωνές ακούστηκαν από κάτω. Με την Ελένη κοιταχτήκαμε. Είχαμε φοβηθεί τόσο πολύ που δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε. Ακούγαμε θορύβους από το βουνό και τρέμαμε ακόμα περισσότερο! Είχαμε πιάσει μια κουβέρτα και σκεπαστήκαμε ολόκληρες, ώστε να μη μας δει ο δολοφόνος και μας σκοτώσει! Τότε, πέφτει ένα ξύλο από πίσω μας. Είχαμε τρομάξει τόσο και ήμασταν έτοιμες να ουρλιάξουμε! Ποια θα πήγαινε να πιάσει το ξύλο; Η Ελένη κοίταξε το ρολόι της: είχε περάσει η ώρα μας κι έπρεπε να ξυπνήσουμε τους επόμενους. Εκείνη τη στιγμή νοιώσαμε μια μεγάλη ανακούφιση...
Όταν ξυπνήσαμε το πρωί, διηγηθήκαμε στην Ενωμοτάρχη μας τι είχε συμβεί. Εκείνη άρχισε να γελά και προσπαθούσε να μας ηρεμήσει αλλά δεν νομίζω ότι τα κατάφερε. Ακόμα δεν έχουμε λύσει αυτό το μυστήριο και νομίζω ότι είμαι πολύ χαρούμενη γι' αυτό. Διότι αυτή ήταν η πιο τρομακτική και περιπετειώδης νύχτα της ζωής μου και θέλω να την ξεχάσω!

Σωτήρης Ν.
Αυτό που φοβάμαι είναι όταν χάνομαι. Για να καταλάβετε, θα σας διηγηθώ μια περιπέτεια που είχα στο βουνό.
Μια ηλιόλουστη μέρα κανόνισα με τους φίλους μου να πάμε μια βόλτα στο βουνό. Μόλις αρχίσαμε να ανεβαίνουμε προς το βουνό, είδαμε ένα δεντρόσπιτο. Είχε ένα σχοινί πάνω και το πήραμε. Τότε ήταν που είχε αρχίσει η περιπέτεια μας. Όσο κάναμε τον περίπατό μας...  ακατάπαυστα ένα πυροβολητό από καραμπίνα! Από τον φόβο μας αρχίσαμε να τρέχουμε ασταμάτητα. Σταματήσαμε για λίγο, κοιτούσαμε γύρω-γύρω το μέρος. Είχαμε χαθεί! 
Υπήρχε μια ρωγμή στο έδαφος, έπρεπε να πηδήξουμε.Τα καταφέραμε! Αρχίσαμε να περπατάμε ευθεία ώσπου είδαμε μια απόσταση έξι μέτρων από το έδαφος. Δέσαμε σφιχτά το σχοινί γύρω από τον κορμό, κρατηθήκαμε γερά και το κατεβήκαμε. Όμως, το μαρτύριο μας δεν είχε τελειώσει εδώ.
Τώρα υπήρχε διαγώνιος γκρεμός από το έδαφος! Δέσαμε σφιχτά πάλι το σχοινί σε έναν κορμό και μετά από δυσκολία τον κατεβήκαμε. Υπήρχαν πολλοί θάμνοι. Μπαίναμε μέσα σε αυτούς αλλά  δεν ξέραμε πού πηγαίναμε - ώσπου βγήκαμε έξω σε ένα εκκλησάκι τον Προφήτη Αββακούμ. Βρισκόμασταν στο Παραδείσι! Είδαμε ότι ο ήλιος είχε πέσει και ήταν ώρα να φύγουμε...

Αυγουστίνος Μ.
Μια φορά καθόμουν κι έβλεπα μια σειρά στην τηλεόραση. Όταν έβαλε διαφημίσεις, η μαμά μου γύρισε κανάλι και πρόλαβα να δω λίγες σκηνές από ένα θρίλερ. Είχα τρομάξει τόσο πολύ που φανταζόμουν τα χειρότερα: αίματα, σκοτωμούς, βασανιστήρια... Αλλά στην πραγματικότητα τώρα έπαιζε μια ταινία για τη φιλία. 
Εγώ ούρλιαζα ακόμη και μου λέει η μάνα μου:
-Τι έχεις; Είσαι καλά;
-Βγάλε αυτό το θρίλερ από την τηλεόραση!
-Τι θρίλερ καλέ; Αφού είναι ταινία κινουμένων σχεδίων...
-Αλήθεια; Δεν παίζει πια το θρίλερ;
-Όχι! Έλα να παρακολουθήσουμε μαζί.
-Πω πω! Νομίζω ότι θα βλέπω εφιάλτες το βράδυ!

Κυριακή Π.
Αυτό που φοβάμαι είναι οι περίεργοι θόρυβοι όταν είμαι μόνη μου στο σπίτι. Μια φορά, πριν λίγους μήνες, ήμουν στο σπίτι της γιαγιάς μου και έπειτα, γύρισα στο δικό μου σπίτι, το οποίο βρίσκεται ακριβώς δίπλα.
Μόλις μπήκα μέσα και έκλεισα την πόρτα, άκουσα έναν πολύ περίεργο θόρυβο, σαν βουητό από μια μηχανή. Φοβήθηκα τόσο πολύ που βγήκα έξω απ' το σπίτι μου! Μετά από λίγο, επέστρεψα μα δεν άκουσα ούτε είδα τίποτα. Βγήκα στην αυλή και τότε κατάλαβα ότι ήταν ένα μηχανάκι στον κεντρικό δρόμο με αναμμένη τη μηχανή του.
Μόλις το κατάλαβα, ανακουφίστηκα και άρχισα να γελάω.

Αλκμήνη Σ. & Παρασκευή Σ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: