Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

"Πατρίδα" - Λορέντζος Μαβίλης

  Ο Μαβίλης είναι μια ιδιότυπη ως προς την ταξινόμηση περίπτωση ποιητή. Η επτανησιακή του καταγωγή τον κάνει να  πατάει με το ένα πόδι στην "Επτανησιακή Σχολή" και στη σολωμική παράδοση, όντας μετασολωμικός ποιητής. Το άλλο βρίσκεται στην σύγχρονη του "Νέα Αθηναϊκή Σχολή". Έγραψε λοιπόν, δυο ποιήματα με τον τίτλο "Πατρίδα". Το ένα είναι αδερφάκι του ποιήματος  του Πολέμη - αν και καλύτερο- εμφανίζοντας κάποιες από τις παιδικές ασθένειες της εν λόγω σχολής.  Το άλλο αξιοποιεί την σολωμική παράδοση κατορθώνοντας να αισθητοποίησει την ιδέα. Και μ' αυτό θα ασχοληθούμε.
 Τις  αβάσταχτα φορμαλιστικές ερωτήσεις της τράπεζας θεμάτων δείτε τες εδώ κι  εδώ.  
Πρόκειται για ένα σονέτο (για το σονέτο και βιογραφικά στοιχεία του Μαβίλη διάβασε εδώ) που εμφανίζει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά του ποιητικού είδους, πράγμα λογικό, μια και μιλάμε για τον Μαβίλη (Α! Ανάλυση της "Καλλιπάτειρας" διαβάστε εδώ), ο οποίος  ασχολήθηκε καθ' ολοκληρίαν σχεδόν με το συγκεκριμένο είδος: Γραμμένο σε ιαμβικό ενδεκασύλλαβο, με πλούσια και προσεγμένη  ομοιοκαταληξία και με την νοηματική κλιμάκωση του σονέτου.  Η οκτάβα (οι δυο τετράστιχες στροφές) εισάγουν ένα θέμα και οι τρίστιχες στροφές το επεκτείνουν, μέχρι την τελική κορύφωση των δυο τελευταίων ή του τελευταίου  στίχου. Ως προς τη πραγμάτευση του θέματος της φύσης,  ο Μαβίλης
Σ. Μποτιτσέλι: "Άνοιξη"
κινείται περισσότερο στο κλίμα του ποιήματος "Μια πίκρα" του Παλαμά, χρησιμοποιώντας την φύση για να εκφράσει προσωπικά συναισθήματα, αντίθετα δηλαδή από ότι κάνουν ο Κορνάρος, ο Σολωμός ή ο Πολέμης
 Διαβάζοντας τον τίτλο,  προκαταβάλλεσαι ότι το ποιητικό υποκείμενο προτίθεται να γράψει για την πατρίδα του. Ωστόσο αυτό ξεκινάει ορίζοντας το χρόνο. Είναι άνοιξη, και μάλιστα, "πάλε", δηλαδή ξανά.  Προσέχουμε ότι το "πάλε" είναι η πρώτη λέξη του ποιήματος κι ότι ο τροχαϊκός γραμματικός τονισμός της λέξης έρχεται σε σύγκρουση με τον ιαμβικό μετρικό τονισμό.  Έχει σημασία ίσως. Στην συνέχεια, περιγράφεται η άνοιξη με όλο το σφρίγος και την ορμή της, μέσω μια σειράς εικόνων, προσωποποιήσεων και  παρομοιώσεων, έτσι που γινόμαστε και μεις, οι αναγνώστες, μάρτυρες  του ερχομού της. Αρχικά, μας αγγίζει το απαλό, δροσερό και ζωογόνο αεράκι της. Έπειτα, μας τυλίγει το ίδιο αίσθημα ζεστασιές, οικειότητας, πληρότητας- εν τέλει - που βασιλεύει στην πλάση. Ξυπνάμε μαζί με τη γη, μια γη τόσο ανθισμένη που παρομοιάζεται με πολύφερνο νύφη. Βλέπουμε τον Αυγερινό να λάμπει κι αδημονούμε κι εμείς για  την ανατολή. Αιωρούμαστε από λουλούδι σε λουλούδι με τις πεταλούδες που ζευγαρώνουν κι ακούμε το βούισμα των σφηκών. Βρισκόμαστε σε ένα σολωμικό, παραδεισένιο (και μάλιστα χωρίς πειρασμό) σύμπαν στο οποίο η φύση είναι στην "καλή" της ώρα, την ώρα που ορμητικά γεννιέται η ζωή. 
 Γίνεται συμμέτοχος το ποιητικό υποκείμενο σ' αυτό αίσθημα πληρότητας κι ευδαιμονίας που αποπνέει η φύση; Ακούει  και κείνο τη θριαμβευτική κραυγή της ζωής που αναγεννιέται; Νοιώθει προσκεκλημένο στην γιορτή της άνοιξης που έρχεται ξανά;  Αναμφίβολα, μπορεί να διακρίνει το ερχομό της άνοιξης, να καταλάβει τι σημαίνει αυτός, να αντιληφθεί πως νοιώθει ο κόσμος όλος γι' αυτόν. Αλλά δεν μετέχει στο "πανηγύρι στα σπάρτα", όπως και το ποιητικό υποκείμενο στο ποίημα του Παλαμά  στο οποίο παραπέμπω.  Στη συνέχεια του ποιήματος, σε πρώτο πρόσωπο πια, εξομολογείται ότι εκείνο η άνοιξη που έρχεται το τυραννάει, για κείνο η άνοιξη είναι η μνήμη μιας απώλειας. Κάθε μυρουδιά, κάθε χρώμα, κάθε κελάηδημα εκείνου του ξυπνούν το πόθο και του γεννούν την ανεκπλήρωτη, όπως φαίνεται,  ελπίδα για το "νόστιμον ήμαρ", τη μέρα της επιστροφής. Ποθεί την άνοιξη, αλλά όχι μια οποιαδήποτε άνοιξη, όχι έναν οποιοδήποτε Μάη. Ποθεί εκείνην την άνοιξη, στην πατρίδα, που, εκτός από όμορφη είναι και γλυκιά, δηλαδή οικεία, δική του, στοιχείο της ταυτότητας του. Ετούτη εδώ την άνοιξη τη βλέπει, αλλά καθόλου δεν το αγγίζει . Κι αυτό του γεννά μια πικρή αίσθηση ματαίωσης. Γιατί τελικά η "Πατρίδα" είναι ένα ποίημα για τη νοσταλγία. Και κάπως έτσι το τροχαϊκού τονισμού "πάλε" στην αρχή αποκτά τραγικές διαστάσεις:
"Ακόμα μια (και όχι "ακόμα ετούτη...") άνοιξη! Μακριά..."   

Δεν υπάρχουν σχόλια: