Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Ιστορίες λούφας και παραλλαγής: "Το ψαράκι της γυάλας" (Μάριος Χάκκας) και "Το σημειωματάριο" (Αζίζ Νεσίν)

Τι σου κάνει ένα ψαράκι στην γυάλα, ε? Είπαμε, όχι αυτό...
Αν και θα μπορούσε να είχε γίνει  ένα από τα αγαπημένα τραγούδια του βασικού χαρακτήρα του γραμμένου το 1971 διηγήματος του Μάριου Χάκκα, με τίτλο αυτό ακριβώς: Το ψαράκι της γυάλας.
  Με τυπικά διηγηματικό τρόπο, ο Χάκκας περιγράφει μια μέρα  του αντιήρωα του, ενός καλού μικρού ανθρώπου ουσιαστικά. Μόνο που η μέρα δεν είναι μια οποιαδήποτε μέρα. Είναι η 27η Απριλίου 1967, μέρα κατά την οποία εκδηλώθηκε το πραξικόπημα που οδήγησε στην 7ετή
Δικτατορία. Ο... αφηγηματικός[sic] φακός παρακολουθεί άγρυπνα τον ήρωα του διηγήματος και, μέσω των σκέψεων, των αναμνήσεων και των πράξεων του την συγκεκριμένη μέρα, αποκαλύπτει την πορεία του, η  οποία από την έντονη αντιστασιακή δράση του  παρελθόντος φθίνει στο κομφορμισμό και την αδράνεια του σήμερα.  Ο όχι τυχαία ανώνυμος αντιήρωας, φοβούμενος μη συλληφθεί για το αγωνιστικό/ αντιστασιακό του παρελθόν,  φεύγει άρον- άρον από το σπίτι του και γυρνάει  άσκοπα στην Αθήνα μ' ένα ένα καρβέλι ψωμί στο χέρι. Μόνο που το ψωμί είναι το καμουφλάζ του, ώστε να αποδείξει σε όποιον αστυνομικό τον σταματήσει ότι είναι "φιλήσυχος πολίτης που πάει στη δουλειά του".  Η πορεία του ξεκινάει από την Καισαριανή - μια λαϊκή γειτονιά με έντονη παρουσία στους αγώνες του λαού- και εκτείνεται σε μια σειρά συνοικιών της Αθήνας, ενώ αποφεύγεται προσεκτικά- αν και όχι κατ' ανάγκη ευθύς εξαρχής συνειδητά- το
κέντρο της Αθήνας, όπου, όπως υποθέτει, θα έχουν συγκεντρωθεί όσοι τυχόν διαφωνούν με το πραξικόπημα για να διαμαρτυρηθούν. Και ο ίδιος παραδέχεται την υποχρέωση του να πάει εκεί, αλλά διαπιστώνει - όχι χωρίς θλίψη είναι η αλήθεια- ότι αδυνατεί εξαιτίας του φόβου του. Έτσι, μεταβιβάζει την υποχρέωση του αυτή "στους νέους". Παράλληλα, αποκαλύπτεται ότι ήδη από τα Ιουλιανά εφάρμοζε την ίδια τακτική ( αν και τότε ακόμα έφτανε ως την άκρη των διαδηλώσεων)  χρησιμοποιώντας ένα καρπούζι,  γεγονός που δινει στον αφηγητή  [Βγάζω το καπέλο στον συγγραφέα για την αφηγηματική ...πολιτική του. Χρησιμοποιεί έναν τριτοπρόσωπο, παντογνώστη αφηγητή για να μας παρουσιάσει τον ήρωα του.  Δεν ταυτίζεται όμως ο αφηγητής με την οπτική γωνία του ήρωα, άλλα συχνά- πυκνά αποστασιοποιείται και σχολιάζει την συμπεριφορά του για να τον σαρκάσει. Άλλες φορές πάλι,  κυρίως όταν γίνεται αναφορά στα έργα και τις ημέρες του ήρωα στο παρελθόν,  η αφήγηση εξελίσσεται σε εσωτερικό μονόλογό του πρωταγωνιστή, γεγονός μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η καλύτερα  η ηθογράφησή του ) την ευκαιρία να αναλύσει σαρκαστικά την "παραλλακτική αξία" των πραγμάτων. Τα αντικείμενα δηλαδή, πέρα της χρηστικής και της ανταλλακτικής τους αξίας, μπορούν να λειτουργούν εν Ελλάδι και "παραλλακτικά", ως μια μέθοδος παραλλαγής, στην περίπτωσή μας λούφας και παραλλαγής, όμοιας με αυτής των πρωταγωνιστών της πρώτης ταινίας ομώνυμης ταινίας του Νίκου Περράκη, οι οποίοι κατά  την διάρκεια της στρατιωτικής  θητείας τους στα χρόνια της Δικτατορίας, υπηρετούν στο στρατιωτικό τηλεοπτικό  κανάλι, την ΥΕΝΕΔ, αδιαφορώντας για όλα.. (Ευτυχώς, όχι όλοι..) Άρα ας τους αφιερώσουμε - σε όλους-  και το σχετικό τραγουδάκι:
  Ο τίτλος του διηγήματος μένει εκκρεμής κι ανεξήγητος  μέχρι το τέλος σχεδόν. Το ψαράκι στην γυάλα και η φροντίδα του (τα οποία στα πεταχτά στην αρχή  του διηγήματος έχει αποκαλυφθεί ότι είναι για τον ίδιο μια βαρετή διαδικασία) εξελίσσεται στο τέλος σε  από μηχανής θεό,  σε εξαιρετικά βολική δικαιολογία για τον αχ-που-σαι-νιότη-πο-λεγες-πώς-θα-γινομουν άλλος συμβιβασμένο άνθρωπο. Έτσι, περπατώντας στο ρυθμό των εμβατηρίων, γυρνάει στο σπίτι του και σε όλα τα κομφόρ της μικροαστικής ζωής του κι ακούει στο πικάπ τα αγωνιστικά τραγούδια της νεότητας του....
The child is grown, the dream is gone and i have become comfrbly numb

Κι ας πάει να φάει τα μούτρα της κι αυτή η γενιά...
Να σημειωθεί πάντως, ότι ο συγγραφέας  όσο κι αν ξεμπροστιάζει και σαρκάζει τον ήρωα του δεν τον καταγγέλλει. Τον αντιμετωπίζει περισσότερο με μια θλίψη γεμάτη κατανόηση. Διότι," δεν έφταιγεν ο ίδιος... τόσος ήτανε".
Και στο κάτω - κάτω, ο ανθρωπάκος βιώνει μια "Σατραπεία", έτσι που "αφήνεται κι ενδίδει". Άλλα θέλει να θέλει κι άλλα θέλει τελικά. Και να το γνωρίζει.  Εξελίσσεται, λοιπόν, σε τραγικό πρόσωπο... 
   Χαρακτηριστική είναι, τέλος,  η παρόμοια συμπεριφορά των περιφερειακών προσώπων της ιστορίας. Το πλήθος  που έχει επιδράμει και έχει αδειάσει τα σουπερ μάρκετ,  ο φορτωμένος οικογενειάρχης που βαδίζει ασυναίσθητα στο ρυθμό των εμβατηρίων, ο άντρας της ξαδέρφης του νοιάζεται για το ποδόσφαιρο...
   Παρόμοιες καταστάσεις δημιουργούνται συχνα σε περιοχές με ανελεύθερα και απολυταρχικά καθεστώτα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτο που περιγράφεται στο διήγημα του Αζιζ Νεσίν με τίτλο "Το σημειωματάριο" και διαδράματίζεται  στην Τουρκία, χώρα με "παράδοση" στην αυταρχική διακυβέρνηση.
 Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής,  αφηγούμενος από οπτική γωνία με εσωτερική εστίαση, 
καταγράφει γλαφυρά τα συναισθήματα φόβου που του προξένεί ένα σημειωματάριο που βλέπει να έχει παραπέσει στο σπίτι του και  περιέχει τα ονόματα και τις διευθύνσεις σημαντικών αξιωματούχων του κράτους. Τρομοκρατημένος, φαντάζεται ότι του έχουν στήσει παγίδα για να αποδείξουν ότι ετοιμάζεται να συνωμοτήσει εναντίον τους και ετοιμάζεται να το κάψει. Την ώρα εκείνη εμφανίζεται ένας από τους τρεις φίλους που είχε προσκαλέσει στο σπίτι του την προηγούμενη νύχτα εξίσου τρομοκρατημένος. Το πρόσωπο του φωτίζεται όταν βλέπει το σημειωματάριο που είχε χάσει την προηγουμένη και εξηγεί στον εμβρόντητο αφηγητή την σημασία του, αφηγούμενος - αφήγηση μες την αφήγηση, εγκιβωτισμένη δηλαδή- την ιστορία του.
   Δοκίμαζε - λέει 0 φίλος αναλαμβάνοντας ο ο ίδιος το ρόλο του αφηγητή,  ο οποίος είναι πάλι πρωτοπρωσοπου, πάλι με εσωτερική εστίαση- στο δρόμο, γράφοντας μια τυχαία φράση στο σημειωματάριο του,  την καινούρια πένα που είχε αποκτήσει για την συλλογή του, όταν τον σταμάτησε ένας αστυνομικός που  τον τον οδήγησε ως ύποπτο στο τμήμα, κατατρομοκρατημένο, Εκεί,  ο διοικητής άρχισε να τον ανακρίνει και να τον απειλεί με υπαινιγμούς. Όλα όσα είχε επάνω του φαίνονταν ότι στοιχειοθετούσαν την απόδειξη ενοχής για κάποιο άγνωστο σ' αυτόν παράπτωμα, τόσο που ξαφνικά άρχισε να φοβάται ότι το είχε διαπράξει εν αγνοία του. Και μετά, ξαφνικά, όλα άλλαξαν όταν ανακάλυψαν στο σημειωματάριο το όνομα και τη διεύθυνση ενός παλιού φίλου του -που είχε χρόνια να τον δει και αντάλλαξαν τα στοιχεία τους όταν ξανασυναντήθηκαν- κι είχε γίνει στο μεταξύ  Γενικός Διευθυντής. Τον κέρασαν καφεδάκι, τον ευχαρίστησαν για την... επίσκεψη και σκοτώθηκαν για να του φέρουν τα πράγματα που "ξέχασε", φεύγοντας γρήγορα γρήγορα από το τμήμα, μη πιστεύοντας την τύχη του. Και του εξήγησε ο διοικητής, αφού τον ρώτησε αν πραγματικά γνωρίζει τον εν λόγω Γενικό Διευθυντή και του ζήτησε με
δουλοπρέπεια να τους αναφέρει σε περίπτωση που τον συναντήσει, ότι πολλοί πολίτες τελευταία χρησιμοποιούν αυτή την τεχνική για να αποφύγουν τις οχλήσεις της αστυνομίας. Κι εκείνοι οι καημένοι, τι να κάνουν; Φοβούνται.Αν λεν αλήθεια;
   Μετά την περιπέτεια αυτή ο φίλος του αρχικού αφηγητή, όπως λέει, άρχισε να μαζεύει ό,τι διεύθυνση σπουδαίου προσώπου έβρισκε και την κατέγραφε σε ένα σημειωματάριο.  Τον προτρέπει δε να φτιάξει κι εκείνος ένα τέτοιο. Αλλά να προσέχει... Να μην κρατήσει στην ατζέντα του οποιονδήποτε για οποιονδήποτε λόγο έχασε την θέση του...
   Το χιούμορ επιστρατεύεται στην ιστορία αυτή ως μέσο για να δείξει τον παράλογο  κόσμο δημιουργείται στα απολυταρχικά καθεστώτα, καθώς ο φόβος και η καχυποψία όλων - καταδιωκτών και καταδιωκόμενων- δημιουργεί μια νοσηρή, τραγελαφική ατμόσφαιρα. Έτσι, τα πλαστά σημειωματάρια που αποδεικνύουν την πλασματική σχέση του κατόχου του με την εκάστοτε εξουσία, επιτείνουν την "παραλλακτική αξία" που ενδύεται το αντικείμενο στο διήγημα του Χάκκα.  Φετιχοποιούμενα, εξελίσσονται σε "φυλαχτό", λατρευτικό και προστατευτικό αντικείμενο που εξ-ασφαλίζει την ζωή των ανθρώπων που τα έχουν.  

 Ε, και θα κλείσω μια σειρά ανεκδότων από την εποχή της χούντας από μια παλιά εκπομπή των Ραδιο Αρβύλα

Τα αγαπημένα μου είναι αυτό με τον αστυνομικό που σφύριζε Θεοδωράκη και αυτό με τον τύπο που του πατούσαν το πόδι στο τρόλεϊ.

Πολυσυλλεκτική και χαλαρούτσικη  η σημερινή ανάρτηση (άνω τελεία)μια πιο φιλολογική ανάλυση του κειμένου εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: