Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

"Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ." (Μανόλη Αναγνωστάκη) = Ρόδος, Μέρες του 2014 μ.Χ.


   Το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη "Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969, μ.Χ." αναφέρεται στην κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας όχι μόνο - και θα επιμείνω σ' αυτό- των χρόνων της Δικτατορίας αλλά, προφητικά, και της σημερινής Ελλάδας, των χρόνων της κρίσης...
    Μισό λεπτάκι, πρώτα να φτιάξω ατμόσφαιρα με ένα τραγουδάκι του Nick Cave  από την εποχή των "Birthday Party", το οποίο έχει μια φρασούλα ταιριαστή με την περίπτωση: "Ruts in heaven"
Για αρχή τώρα, ας ακούσουμε το ποίημα του Αναγνωστάκη σε ανάγνωση του ίδιου      
Δεν χρειάζεται να ανοίξετε τα μαγαζιά... Δεν είναι τουρίστες
  Ο τίτλος παραπέμπει σε ποιήματα του Καβάφη  (υπάρχουν άλλωστε στον Αναγνωστάκη εκλεκτικές συγγένειες με το καβαφικό σύμπαν) ή σε ημερολόγια. Με τον τίτλο "Μέρες", φερ’ ειπέιν, δημοσιεύτηκαν τα ημερολόγια του Σεφέρη. Η αναγραφή του τόπου και της ημερομηνίας ενισχύει την άποψη αυτή. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι ο αναγνώστης προετοιμάζεται για να έρθει σε επαφή με μια προσωπική μαρτυρία με όλη την υποκειμενικότητα αλλά και την αυθεντικότητα της προσωπικής μαρτυρίας που συνεπάγεται αυτό. Παράλληλα, ο τίτλος οριοθετεί τον τόπο και τον χρόνο. Ο τόπος είναι η Θεσσαλονίκη (η γενέτειρα του ποιητή) και ο χρόνος είναι το 1969, άρα στα χρόνια της Δικτατορίας. Άλλωστε, το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στην  συλλογική αντιστασιακή έκδοση του 1970 "Δεκαοχτώ κείμενα".  Το "μ.Χ." μετά τον τίτλο έχει ως σκοπό να τονίσει το αταίριαστο εκείνου του τυρρανικού και ανελεύθερου καθεστώτος στην σύγχρονη του πραγματικότητα.
   Το ποίημα αποτελείται από δυο στροφές. Στην πρώτη στροφή, φαινομενικά  φαίνεται ότι εκτείνεται το ποιήμα σε δυο επίπεδα, νοηματικά και χρονικά. Νε βάση έναν συγκεκριμένο χώρο, προερχόμενο πιθανότατα από την προσωπική μνήμη του ποιητή,  μια πάροδο της οδού Αιγύπτου (ή μήπως είναι αναφορά στον αλεξανδρινό Καβάφη;) συγκρίνεται η ζωή τότε και η ζωή τώρα. Ο προσδιορισμός "δεξιά" μπορεί να είναι επίσης αναφορά στην πολιτική κατάσταση της μετεμφυλιακής Ελλάδας με αποκορύφωμα την αμιγώς ακροδεξιά στην ιδεολογία Δικτατορία, πράγμα που δίνει στην λέξη "πάροδος" την σημασία της παρέκκλισης.   Φαίνεται να συγκρίνονται η  Θεσσαλονίκη των παιδικών και εφηβικών χρόνων του ποιητή και η σύγχρονη, του 1969, Θεσσαλονίκη.  Τότε, στην παλιά Θεσσαλονίκη, τα παιδιά μπορούσαν να παίξουν, να έρθουν σε επαφή και να αναπτύξουν σχέσεις.  "Σήμερα" στον ίδιο χώρο υψώνονται πολυώροφα κτίρια, σύμβολο ενός απρόσωπου αλλοτριωμένου τρόπου ζωής. Δείγμα της ανισότητας αποτελεί ότι εκεί  δεσπόζουν η "Τράπεζα των  Συναλλαγών", μια αναφορά στους συμβιβασμούς,  πάντα εις βάρος των αδυνάτων, και στις συναλλαγές των ισχυρών οικονομικά με βάση τα συμφέροντά τους, και τα "Γραφεία Μετανάστευσης", για εκείνους που, αντίθετα, δεν έχουν καμιά ευκαιρία σε αυτό το "happily ever after" παρά μόνο να φύγουν από την χώρα. Κι υπάρχουν και τουριστικά γραφεία, τα οποία σχετίζονται  με την μονοδιάστατη τουριστική ανάπτυξη η οποία είτε αλλοιώνει τον χαρακτήρα της χώρας με την προχειρότητά την χαρακτηρίζει, είτε λειτουργεί ως προκάλυμμα των πραγματικών προβλημάτων που υπάρχουν.

   Έπειτα η ποιητική φωνή, με μια δραματική αποστροφή σε β' πρόσωπο, δηλώνει  απερίφραστα ότι περάσαν οι εποχές που τα παιδιά μπορούσαν να είναι ανέμελα. Άλλωστε, συμπληρώνει, ούτε και τότε ήταν ανέμελα και μερικά μάλιστα δεν μπόρεσαν ποτέ να μεγαλώσουν, μια αναφορά στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο και την μετεμφυλιακή Ελλάδα της φτώχιας, των εκτελέσεων, των εξορίσεων, της μετανάστευσης και των δεινών  που της επέφεραν όλα αυτά. Έτσι,  το ποίημα εκτείνεται σε δυο ακόμα επίπεδα χρονικά (και σε ακόμα ένα νοηματικά, για αυτό και η εμμονή μου στην αρχή). Το ένα στο παρελθόν και το άλλο στο μέλλον.  Στο ένα γίνεται αναφορά στις ελπίδες με τις οποίες έθρεψαν τα παιδιά τους οι γονείς τους, η γενιά δηλαδή που έζησε την προσφυγιά, την Μικρασιατική Καταστροφή, το πρώτο κύμα μετανάστευσης, τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο κ.τ.λ.. Πρόκειται για μια γενιά η οποία στις αντίξοες συνθήκες στις οποίες έζησε μόνο με ελπίδες μπορούσε να θρέψει τα παιδιά της, ότι  δηλαδή τα πράγματα θα καλυτερέψουν. Τώρα τα παιδιά, όσα επιβίωσαν, μεγάλωσαν, μα οι ελπίδες των γονιών τους έμειναν ανεκπλήρωτες. Και, για να περάσουμε και στο μελλοντικό επίπεδο,  το μόνο που έχουν για να θρέψουν τα δικά τους παιδιά, 
την γενιά τη δική μου, είναι οι ίδιες εκείνες ελπίδες τις οποίες επαναλαμβάνουν μηχανικά σχεδόν, σαν μάθημα που αποστήθισαν. Έτσι, το ποίημα εκτείνεται χρονικά και νοηματικά και στο μέλλον, δηλαδή το σημερινό "παρόν".  Τουλάχιστον. Γιατί ο ποιητής φαίνεται απαισιόδοξος ότι θα σπάσει αυτή η αλυσίδα ανεκπλήρωτων ελπίδων για καλύτερες μέρες. Εγώ ωστόσο ελπίζω ότι η επόμενη γενιά, εσείς, θα σπάσει την αλυσίδα!  (Το αν το πιστεύω και δεν είναι το “μάθημα” που επαναλαμβάνω, είναι άλλο θέμα...)
   Ας διακόψουμε όμως, προσωρινά αυτό το άλμα στο μέλλον για να ακολουθήσουμε τον ποιητή που κάνει το ίδιο  ακριβώς· επανέρχεται με την πεζολογική φράση "προς το παρόν" στο τώρα του ποιήματος. Την Ελλάδα της Τράπεζας των Συναλλαγών. Παρατηρούμε πώς/πως κλίνεται στον ενικό αριθμό το ρήμα “συναλλάσσομαι”, για να υποδηλώσει τον ατομισμό και την εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων των λίγων, εκείνων που συμβιβάστηκαν με την Δικτατορία και συναλλάσσονται μαζί της.  Και την Ελλάδα των Γραφείων Μεταναστεύσεως. Και θα παρατηρήσουμε εδώ πως/πώς το ρήμα “μεταναστεύω” κλίνεται στον πληθυντικό, για να υποδηλωθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού δεν μετέχει στην κούφια ευημερία που φαίνεται ότι απολαμβάνουν οι   προηγούμενοι. Και επαναλαμβάνεται, μέσω των” τουριστικών γραφείων”, η  αναφορά στην μονοδιάστατη ανάπτυξη της χώρας μέσω του τουρισμού, καθώς εκείνα τα χρόνια είχε αρχίσει να γίνεται η χώρα έθνος σερβιτόρων.  (Πράγμα το οποίο από μόνο του δεν είναι κακό. Είναι κακό όταν είναι μόνο του.). Όλη αυτή η αθλιότητα φέρνει στη μνήμη του ποιητικού υποκείμενου ένα στίχο που έγραψε ο Σεφέρης:
Ειδυλλιακές μέρες στην εξωτική Γυάρο
"Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει". Ποια Ελλάδα εξηγεί παρακάτω:  Η Ελλάδα των "ωραίων νησιών", αναφορά και στην μονομερή τουριστική ανάπτυξη (το καλοκαίρι, και ας τους πάρει τον ποτάμι- κυριολεκτικά, για να αναφερθώ στην τραγωδία που πρόσφατα έπληξε το νησί-  το χειμώνα) αλλά και στους τόπους εξορίας των πολιτικών αντιπάλων της Χούντας. Η Ελλάδα των "ωραίων γραφείων" (διάβασα πρόσφατα μια έρευνα που αναφέρει ότι το 50% των Ελλήνων θα μετανάστευαν, αν ήταν εφικτό) που οργανώνουνε  την μετανάστευση στην οποία αναφέρθηκε ο ποιητής. Και  των "ωραίων" εκκλησιών (να αναφερθώ σε εξέχον πολιτικό πρόσωπο που διατείνεται ότι μιλάει με τον Θεό;), μια αναφορά στη σύμπραξη μεγάλου μέρους της Εκκλησιάς με την Δικτατορία. Η επανάληψη του επιθέτου "ωραία" και το ασύνδετο σχήμα εντείνουν την ειρωνεία του ποιητή  προς την πλασματική και εξωραϊσμένη εικόνα που παριστάνει η Δικτατορία ότι κυριαρχεί στην χώρα.
Η δεύτερη στροφή αποτελείται από ένα στίχο μόνο, ο οποίος  ουσιαστικά ξεχωρίζεται από το υπόλοιπο ποίημα για να τονιστεί, και  σαρκάζει το βασικό σύνθημα της Δικτατορίας: "Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών".  Κάτι ανάλογο είχε κάνει και ο Σεφέρης:
 Από  Βλακεία (Επίγραμμα)
Ελλάς· πυρ! Ελλήνων· πυρ! Χριστιανών· πυρ!
Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;
 ( Αυτή όμως δεν  είναι  η τραγική ειρωνεία με τους εθνικιστές; Αμαυρώνουν ουσιαστικά αυτό που υποτίθεται ότι προασπίζονται, τον πατριωτισμό, και καπελώνοντάς το, το καπηλεύονται...)
 Κάτι ανάλογο είχαν κάνει και οι έγκλειστοι φοιτητές στο Πολυτεχνείο το οποίο είχαν μεταλλάξει επί το ρεαλιστικότερον: "Ελλάς Ελλήνων Φυλακισμένων" .

(Σημείο των καιρών η επανεμφάνιση συγκεκριμένου "πολιτικού" σχήματος που βυσσοδομεί καλλιεργώντας τέτοιες ανελαστικές και ανελεύθερες ιδεοληψίες όπως εκείνες των χουντικών ).
Ας γυρίσουμε όμως λίγάκι στο τώρα, για το τέλος. 
  Δεν νομίζω ότι χρειάζεται παράλληλο κείμενο. Live your myth in Greece.  
  Μια ματιά στην σημερινή πραγματικότητα γύρω μας αρκεί. Κι αυτό, όπως και τα εμβόλιμα στην ανάλυση σχόλια μου, δεν το λέω γιατί θέλω να πολιτικολογήσω. Αλλά γιατί τελευταία έχει αρχίσει να μου την δίνει στα νεύρα η αντίληψη ότι η Λογοτεχνία και κατ' επέκτασιν οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες είναι μια περιττή πολυτέλεια, μια αντίληψη που καλλιεργείται από ανθρώπους που σπουδάσανε στην Τράπεζα Συναλλαγών, θα μπορούσα να προσθέσω... ”Είθισται να πυροβολούν τους ποιητάς”  έγραψε ο Νίκος Εγγονόπουλος για τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Η εκτέλεση του Λόρκα έγινε το 1936. Το 1939 θυμάστε τι έγινε;

Υ.Γ.: Όταν φεύγουν οι τουρίστες... Ο ποταμός της Κρεμαστής πλημμυρισμένος... Όχι δεν είναι από τις φονικές φετινές πλημμύρες... Από πέρσι είναι...



Δεν υπάρχουν σχόλια: