Για το "μπαρ"

Όποιος μπήκε γιατί νομίζει ότι είναι υποχρεωτικό...
Να την "κάνει"!
ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!

(Εκτός από όταν δεν έχουμε βιβλία... Τότε είναι υποχρεωτικό... Για γκελ μπουρντά, καμάρια μου!)

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

Κι άλλο έγκλημα χωρίς τιμωρία: "Το αντίτιμον" (Δημήτρης Καμπούρογλου ) και λίγα λόγια για τον Αχιλλέα απ' το Κάιρο και την Πεφρωνία απ΄τη Σπάρτη- πάλι έκανα τεράστιο τίτλο!

   Αν  αυτό που είπαμε στο διήγημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη με τίτλο "Πίστομα"- ότι ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας ενός μικρού παιδιού ήταν η κοινωνία λόγω της πίεσης που άσκησε στον Κουκουλιώτη ή/και της σιωπηρής συνενοχής με την οποία περιέβαλε το έγκλημά που διέπραξε ώστε να αποκαταστήσει την "τιμή" του- ισχύουν μια φορά, στο διήγημα  "Το αντίτιμον" του Δημήτρη Καμπούρογλου ισχύει στη νιοστή. Διότι στην περίπτωση αυτή η κοινωνία πάει παραπέρα, γενόμενη και φυσικός αυτουργός μιας προμελετημένης εγκληματικής πράξης, και εδώ με βασικό ελατήρια της διαφύλαξη της τιμής. (Διαβάστε εδώ το διήγημα, μαζί με τις ερωτήσεις της τράπεζας θεμάτων).
  Το διήγημα του Δημήτρη Καμπούρογλου ξεκινάει in media res, πρακτικά  από το τέλος της γραμμής αφήγησης, ενώ το βασικό γεγονός της ιστορίας έχει ολοκληρωθεί.  Ένας τριτοπρόσωπος αφηγητής μας πληροφορεί από μηδενική οπτική γωνία για τον χρόνο, το 1806, και τον τόπο. Πρόκειται για ένα μεγάλο και εν πολλοίς ευτυχισμένο, όπως χαρακτηρίζεται,  χωριό μεταξύ Κυνουρίας και Λακωνίας. Πρόκειται δηλαδή για ένα χωρίο της Τσακωνιας (το Λεωνίδιο μάλλον όχι γιατί δεν λέει τίποτα για θάλασσα,  εικάζω ότι μάλλον πρόκειται για το χωριό Πραστός, την παλιά
Almuth Lutkenhaus, 1976; Crucified Woman
πρωτεύουσα της περιοχής), ένα συμπέρασμα που συνάγεται, πέραν από την γεωγραφικές πληροφορίες, και από τα επιπλέον στοιχεία τα οποία δίνει. Δηλαδή την ύπαρξη τοπικής αριστοκρατίας και την χρήση ιδιαίτερης γλωσσικής διαλέκτου, όπως είδατε και στο μάθημα της Γλώσσας,  πράγματα τα οποία τελικά προοικονομούν την εξέλιξη της ιστορίας. Ο "Περιηγητής" είναι, πιστεύω, ο Πουκεβίλ (με βάση τη χρήση του κεφαλαίου Π, εφόσον ο Πουκεβίλ είναι ο γνωστότερος εκ των περιηγητών, των πρώτων τουριστών, της προεπαναστατικής Ελλάδας και μαρτυρείται από τα έργα του ότι εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Πελοπόννησο) και η  αναφορά σ' αυτό πιστεύω γίνεται για λόγους αξιοπιστίας ή υποδηλώνει ίσως της προέλευση της ιστορίας την οποία μετέπλασε σε διήγημα ο Καμπούρογλου. Τέλος, στις πρώτες παραγράφους αναφέρεται η αντιμετώπιση την οποία έτυχε ένα έγκλημα το οποίο είχε γίνει πρόσφατα.  Το έγκλημα, το οποίο αποτελεί το βασικό γεγονός του διηγήματος, παρουσιάζεται να βαραίνει την ψυχή των ανθρώπων του χωριού, συνεπώς έχουν συναίσθηση της βαρύτητας της πράξης του φόνου. Παράλληλα δηλώνεται ότι πέρα από τις τύψεις που ίσως αισθάνονταν, είχαν ήσυχη τη συνείδησή τους γιατί θεωρήθηκε από όλους πανθομολογουμένως ότι επιτελέστηκε ένας μεγάλος σκοπός. Έτσι το ενδιαφέρον του αναγνώστη μετατοπίζεται από το "τι έγινε" στο "πώς έγινε" και στο "γιατί".
   Έπειτα η ιστορία συνεχίζεται αναδρομικά. Αρχικά αναφέρονται στο πρώτο χρονολογικά και δεύτερο αφηγηματικά επίπεδο, τα νεανικά χρόνια της καταγόμενης από το χωριό ηρωίδας και η μετάβαση της στην Κωνσταντινούπολη, όταν έμεινε ορφανή. Στο επόμενο χρονικό επίπεδο αναφέρεται η επιστροφή της στο χωριό, οι νέοι τρόποι με τους οποίους φερόταν, η άσχημη εντύπωση που δημιουργήθηκε στο χωριό για την συμπεριφορά της, ο σχεδιασμός και η εκτέλεση της δολοφονίας της και η αθώωση τους για αυτήν από την κρατική εξουσία, την οποία εδώ αντιπροσωπεύει ο αγάς, με την πληρωμή του ανάλογου αντιτίμου.  Η τιμή της τιμής με άλλα λόγια. Ως γνωστόν οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.
   Στο διήγημα αυτό φαίνεται η σύγκρουση του παλιού με το νέο, όταν το δεύτερο ακόμα είναι προδρομικό και δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για να επιβληθεί.  Η κοινωνία την οποία αναφέρει το διήγημα έχει την τυπική δομή των τοπικών κοινωνιών της προεπαναστατικής Ελλάδας. Διατηρεί ένα ποσοστό αυτονομίας από την τουρκική εξουσία και "οι προύχοντες" της, μια ιδιότυπη αριστοκρατική τάξη, παρεμβαίνουν στις  τουρκικές αρχές και κανονίζουν τις εκκρεμότητες του χωριού, φορολογικές ή άλλες, διαφυλάσσοντας την ομαλή ζωή των κατοίκων. Αν όμως, άλλες κοινότητες του ελλαδικού χώρου αξιοποίησαν την κατάσταση αυτή για να ευδοκιμήσουν οικονομικά ή πνευματικά, αποτελώντας παράλληλα εστίες ωρίμανσης της ιδέας της ανεξαρτησίας του Έθνους, η εν λόγω κοινωνία δεν ήταν μια από αυτές. Πρόκειται για μια κλεισμένη στον εαυτό της  παραδοσιακή κοινωνία στην οποία η θέση και ο ρόλος των μελών της είναι προκαθορισμένος. Και το μεγάλο δάσος το οποίο την χωρίζει από τον υπόλοιπο κόσμο εξελίσσεται συμβολικά σε τείχος, το οποίο προφυλάσσει αλλά και φυλακίζει εν τέλει τους κατοίκους του χωριού.  Έτσι,  η κοινωνία αυτή γαντζώνεται στην παράδοση της, θεωρώντας την  ως βασικό στοιχείο διάσωσης της ταυτότητά  της για την οποία είναι περήφανη, όπως γίνεται ακόμα- και εντός Ρόδου και δεν αναφέρομαι μόνο στον Αρχάγγελο- σε τέτοιου είδους ιδιαίτερες κοινωνίες που καυχιούνται ακριβώς για την ιδιαιτερότητα τους. Η έλευση της κοπέλας και η νεωτεριστική συμπεριφορά της προξενούν τον αποτροπιασμό της τοπικής κοινωνίας, η οποία σκανδαλισμένη ερμηνεύει κατά το δοκούν τις πράξεις της. Κουτσομπολεύουν τον τρόπο που ντύνεται και χτενίζεται. Φρίττουν που μιλάει Γαλλικά. Την αποφεύγουν στο δρόμο ως μολυσματική ασθένεια. Ο παπάς προσκολλημένος στο τυπικό της θρησκείας, η οποία κατά τα άλλα είναι της αγάπης, την αποκλείει από την Εκκλησία επειδή δεν νήστεψε. Την θεωρούν πόρνη επειδή τολμάει να συναναστρέφεται με τους τους ξένους επισκέπτες και επειδή δεν καταλαβαίνουν τι λέει μαζί τους, ενώ περπατάνε αλά μπρατσέτα. Στο πλαίσιο αυτό, αντιπροσωπεύοντας την αντίληψη της  κοινής γνώμης, οι πρωτόγεροι δεν έχουν τον παραμικρό ενδοιασμό. Η κοπέλα αντιμετωπίζεται ως απειλή.  Την προγράφουν για να διαφυλάξουν την τιμή του χωριού, την εκτελούν και απελευθερώνονται από το μίασμα πληρώνοντας το ανάλογο αντίτιμο στις κρατικές αρχές, οι οποίες είναι εξίσου απούσες ως
Αφγανές γυναίκες τη δεκαετία του '50
φορέας δικαιοσύνης με εκείνες στο διήγημα του Θεοτόκη∙ και μάλιστα ζητάνε και παραπάνω χρήματα, άρα ίσως αυτή να είναι και η αναστάτωση η οποία αναφέρεται στην αρχή κι όχι τυχόν τύψεις των χωρικών...
   Όσον αφορά την κοπέλα, η  ύβρη της είναι η λίγο επιδεικτική ανεμελιά, στα όρια της αβάσταχτης και φιλάρεσκης ελαφρότητας,  με την οποία αντιμετωπίζει θεσμούς πανάρχαιους, όπως τους  λέει απειλητικά στην αρχή ο αφηγητής. Θεσμούς δηλαδή ιδιαίτερα ισχυρούς και επικίνδυνους σαν αισθανθούν πως απειλούνται. Με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί, που λέει και το τραγούδι, στην περίπτωση μας κυριολεκτικά. Είναι ωστόσο, εξηγήσιμη και θεμιτή εν πολλοίς η αντίδρασή της. Η ίδια η κοπέλα απομακρυνόμενη από το τόπο καταγωγής της και γνωρίζοντας άλλα έθιμα και συνήθειες  όχι απλά δεν αισθάνεται ότι είναι φορέας αυτής της θεοποιημένης από τους χωρικούς  παράδοσης αλλά την έχει απομυθοποιήσει κιόλας συγκρίνοντάς την με εκείνα τα οποία της πρόσφερε η νέα ζωή της. Επιπλέον,  είναι λογικό να νοιώθει εγκλωβισμένη μετά την ελευθερία που γνώρισε, επιστρέφοντας στην κλειστή κοινωνία του χωριού της. Και συνεχίζοντας να πράττει με την ελευθερία που είχε μάθει,  παίρνει μικρές ανάσες ελευθερίας που της επιτρέπουν να αποσυμπιέζεται λίγο από το νοσηρό της περιβάλλον από το οποίο νοιώθει αποξενωμένη πλέον  αλλά και να συνεχίσει να κουβαλάει μέσα της κάτι από την Κωνσταντινούπολη που άφησε πίσω της∙ και πλέον βρίσκει ευκαιρία να τα ξαναβιώσει  όλα αυτά μόνο μέσω της επαφής της με τους δυτικούς επισκέπτες οι οποίοι είναι προφανώς εξοικειωμένοι με τον τρόπο ζωής τον οποίο έμαθε. Κι επιπλέον, έχοντας απομυθοποιήσει τον τρόπο ζωή του χωριού της,  αισθάνεται την ανάγκη να διαδηλώσει σε όλους τους τόνους την διαφορετικότητα της αυτή, γα την οποία είναι σίγουρη πως αποτελεί εξέλιξη. Ανάλογα προβλήματα αντιμετωπίζουν σήμερα γυναίκες καταγόμενες από χώρες στις οποίες στις γυναίκες δεν αναγνωρίζονται ελευθερίες, αλλά γαλουχημένες στις συνήθειες του σύγχρονου δυτικού τρόπου ζωής. Αν τυχόν επιστρέψουν στα καταπιεστικά περιβάλλοντα των χωρών καταγωγής τους, ασφυκτιούν όπως κάποιες  Βρετανοϊρανές ή Ιρανές που για οποιονδήπτε λόγο έφυγαν από τη χώρα, όταν επιστρέφοντας στο θεοκρατικό Ιράν αντιμετωπίζονται ως πολίτες β' κατηγορίας.

Κι ακόμα χειρότερα, κορίτσια μεταναστών από τις πρώην γαλλικές αποικίες της Αφρικής που  επιστρέφουν για διακοπές στο χωριό των παππούδων τους κι έρχονται αντιμέτωπες με την φρίκη της κλειτοριδεκτομής. Και πολύ ακόμα χειρότερα αυτά που έπαθαν οι - εξαιρετικά απελευθερωμένες να σημειωθεί- Αφγανές γυναίκες μετά την άνοδο των πρωτόγερων, σόρρυ των Ταλιμπάν στην εξουσία...
  Το αμάρτημα της κοπέλας λοιπόν, είναι που είναι διαφορετική. Κάπως έτσι και ο τίτλος ίσως να αναφέρεται στο αντίτιμο που πλήρωσε η ίδια η κοπέλα, τη ζωή της δηλαδή, επιμένοντας να ζει όπως η ίδια θέλει  κι εμμένοντας να είναι διαφορετική. Γιατί η διαφορετικότητα της είναι το έγκλημά της κατ ουσία όπως και η επιμονή της να ζει τη ζωή της παραβιάζοντας όσα ορίζουν ως επιτρεπτά οι κοινωνικές συμβάσεις του χωριού. Οι εκάστοτε κοινωνικές συμβάσεις καλύτερα. Διότι μπορεί σήμερα ένα τέτοιο έγκλημα να θεωρείται απαράδεκτο και να καταδικαστεί από όλους αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι κοινωνίες μας έχουν απαλλαγεί από το φόβο του διαφορετικού. Πριν κάποια χρόνια χρόνια  το διαφορετικό που στοχοποιούταν ήταν ο Αχιλλέας απ' το Κάιρο γιατί ήταν από τα παιδιά "εκείνα" κι έμενε με κάποιο Μηνά.

    Όλοι στην γειτονιά τους τούς έβλεπαν με μισό μάτι, με προεξάρχουσα την κυρα Λέλα τη Σμυρνιά  που βρήκε ευκαιρία να πάρει το αίμα της πίσω για τον ρατσισμό που βίωσε εκείνη (ως γνωστόν, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν πολύ εχθρικά από τον γηγενή  στον ελλαδικό χώρο πληθυσμό. Τους φώναζαν τουρκόσπορους, τους καταλόγιζαν οτιδήποτε πήγαινε στραβά στη χώρα, θεωρούσαν τις γυναίκες ελευθερίων ηθών επειδή ήταν πιο προσεγμένες, βάφονταν, περιποιούνταν
Αφγανές γυναίκες την δεκαετία του '70
τους εαυτούς τους και τολμούσαν να κάνουν μπάνιο, εξ ου και η μειωτική προσφώνηση "παστρικιά") και ροδάνι πήγαινε  η γλώσσα της: Τους κουτσομπολεύει, τους θεωρεί αμαρτωλούς,  δεν αφήνει τα παιδιά να πλησιάσουν το μέρος που μένουν λες και πάσχουν από κάποια αρρώστια και θα κολλήσουν... Σήμερα ο Αχιλλέας από το Κάιρο θα ήταν κριτής σε τάλεντ σόου (και καλά θα έκανε, όλοι έχουν δικαίωμα στο κιτς) ή, εν πάση περιπτώσει. δεν θα αντιμετώπιζε τόσο έντονα ρατσιστικές συμπεριφορές αλλά τη θέση του έχουν πάρει άλλοι: Ο Νίκος Ρωμανός, οι Σύροι πρόσφυγες, οι μνημονιακοί νεοάστεγοι και, σε μια ξένη χώρα, οι Έλληνες νεομετανάστες της κρίσης...
    Ωστόσο, δεν είναι μόνο η διαφορετικότητα, για να επιστρέψουμε στο διήγημα του Καμπούρογλου, που στοχοποιεί την νεαρή κοπέλα. Γιατί αν ήταν έτσι, μια κλειστή κοινωνία με πανάρχαιους θεσμούς που γειτνιάζει με την αρχαία Σπάρτη στην οποία η ξενηλασία είχε αναχθεί σε επιστήμη, θα έδιωχνε ή θα εκτελούσε και τους Δυτικούς επισκέπτες που, όπως φαίνεται, πήγαιναν συχνά. Πέρα από το προφανές ότι σε με τέτοια περίπτωση το "αντίτιμον"θα ήταν μεγαλύτερο και ίσως όχι μόνο σε χρήματα, οι χωρικοί δεν θεωρούν τους περιηγητές ουσιαστικό κίνδυνο. Ακριβώς γιατί είναι περιηγητές. Είναι ξένοι και τους  βλέπουν  ως εξωτικά όντα τόσο όσο και  οι περιηγητές βλέπουν τους ίδιους. Και μετά θα φύγουν παίρνοντας μαζί τους τα ξενόφερτα έθιμα τους. Η κοπέλα όμως αποτελεί  κίνδυνο καθώς, όσο κι αν η ίδια δεν φαίνεται να το πολυπιστεύει πια, την θεωρούν ακόμα μία από αυτούς. Διπλό μάλιστα κίνδυνο! Από την μια, αισθάνονται ότι η συμπεριφορά της έχει αντίκτυπο και στους ίδιους, συνεπώς η ντροπιαστική συμπεριφορά της ντροπιάζει όλη την κοινότητα και απειλεί την "τιμή" της. "Θα μας κάνει σεγκούνι  στα εφτά χωριά" είναι η κρίσιμη φράση που σφραγίζει την μοίρα της κοπέλας. Από την άλλη, θεωρώντας τη δική τους, τρομοκρατούνται από την μετάλλαξη της γιατί είναι κινούμενο παράδειγμα της απειλής που υφίστανται και οι ίδιοι από το καινούργιο, ότι δηλαδή δεν είναι τόσο απρόσβλητοι όσο νομίζουν "στο κακό", να αλλοιώσουν
Γυναίκες στο Αφγανιστάν σήμερα
δηλαδή τις συνήθειες τους στερούμενοι ταυτόχρονα και την ασφάλεια που υποσυνείδητα τους δίνουν αυτές. Για τους ίδιους λόγους δεν εκτελούν οι Ταλιμπάν που λέγαμε τις γυναίκες που πάνε σχολείο στο σημερινό Αφγανιστάν;
   Να αναφέρω, επιπλέον, πως το γεγονός ότι η κοπέλα είναι μόνη και ορφανή διευκολύνει μεν τους πρωτόγερους στην απόφαση και την εκτέλεση της πράξης (θυμηθείτε το πουλάκι στο γιοφύρι της Άρτας: Και μη σκοτώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη) καθώς δεν υπάρχει προφανώς κάποιος να την υπερασπιστεί. Αλλά και να υπήρχε, μάλλον δεν θα άλλαζε η μοίρα της κοπέλας. Απλώς, την ευθύνη να ξεπλυθεί η ντροπή θα αναλάμβανε πιθανότατα κάποιος  συγγενής της. Τώρα μου ήρθε στο νου ένα παλιό δημοτικό ή δημοτικοφανές τραγούδι με τίτλο "Στης Σπάρτης τα περβόλια"  το οποίο έχει παρόμοιο θέμα με το διήγημα, εκτυλίσσεται στον ίδιο, με την ευρύτερη έννοια, χώρο και εικάζεται ότι συντέθηκε με αφορμή πραγματικό περιστατικό που συνέβη στο χωριό Άγιος Ιωάννης της Σπάρτης γύρω στο 1920-22. Η Πεφρωνία (παράφραση του "Φεβρωνία"), την οποία το ποιητικό υποκείμενο χαρακτηρίζει "κακούργα", τολμάει να χορεύει  στα στενά και τα περιβόλια της Σπάρτης και μάλιστα ντυμένη με ευρωπαϊκά ρούχα (και να πίνει ναργιλέ  στο καφενείο με το λοχία Πετροπουλάκη, ο οποίος είναι ξένος, όπως δηλώνει το κρητικό επώνυμο, σύμφωνα με μια εκδοχή που βρήκα στο Διαδίκτυο και  διαφοροποιείται  αρκετά από εκείνη που ήξερα εγώ) ή και να χορεύει με ευρωπαϊκά (τουτέστιν "άσεμνα") τραγούδια.  Το εντελώς αντίθετο δηλαδή από  αυτό που σημαίνει το όνομα της, το οποίο προέρχεται από το λατινικό ρήμα februo που σημαίνει εξαγνίζω. Τουλάχιστον στα μάτια του αδερφού της, του Βαγγέλη,  ο οποίος αναλαμβάνει να ξεπλύνει την οικογενειακή ντροπή, για την οποία τον ενημερώνουν οι "συνήθεις" καλοθελητές.  Οπότε πάει και την πυροβολεί. Κι η Πεφρωνία, που το είχε πάρει λίγο αψήφιστα το πράγμα όπως και η κοπέλα στο διήγημα του Καμπούρογλου,  εκφράζει την έκπληξη της, δεν περίμενε να την σκοτώσουν κιόλας. Να την παραδώσουν στον Πετροπουλάκη περίμενε (ή να την παντρέψουν μ' αυτόν σύμφωνα με την ηχογραφημένη παραλλαγή που παραθέτω). Στην παραλλαγή, επιπλέον, ο αδερφός, αφού πια έχει αποκαταστήσει την τιμή της οικογένειας αφήνεται να εκφράσει τα βαθιά του συναισθήματα λύπης για τον... χαμό της αδερφής του.  (Ευχαριστώ την καλή συνάδελφο και φίλη Ελένη Σπυροπούλου από το 4ο ΕΠΑΛ Καλαμάτας που  μου βρήκε το βίντεο και τις πληροφορίες για το τραγούδι)

Η εκδοχή που ξέρω εγώ είναι γρήγορο καλαματιανό και οι στίχοι  των στίχοι πάνε  ως εξής:
Στη Σπάρτης τα περβόλια τα περβόλια στης Σπάρτης τα στενά
χορεύει η Φεβρωνία,  η κακούργα με τα ευρωπαϊκά

Δυό φίλοι του αδερφού της την εγνωρίσανε
κι αμέσως στο Βαγγέλη, στο Βαγγέλη τη μαρτυρήσανε

Αμέσως ο Βαγγέλης πάει στον καφενέ
μιά τουφεκιά της ρίχνει την κακούργα της παίρνει τα πλευρά
της ξαναδευτερώνει την κακούργα της παίρνει την καρδιά.

Δεν το λεγα, Βαγγέλη, βρε Βαγγέλη, να με σκοτώσετε
και στον Πετροπουλάκη το λοχία να μη με δώσετε
Περισσότερα για τις παραλλαγές του τραγουδιού δείτε εδώ.)
Υ.Γ.: Νέα και όμορφη κοπέλα ε; Και τους σνομπάρει ε; Και προτιμάει τους ξένους που έρχονται, ενώ είναι "δική" τους, ε; Αν ξανάγράφα την ανάρτηση κάπου θα έκανα μια αναφορά και στις καταπιεσμένες ερωτικές επιθυμίες που συνεπάγεται μια τέτοια αρτηριοσκληρωτική κοινωνία. Σκεφτείτε τον αρχηγό των πρωτόγερων σαν τον Καλογήρου σε ταινία της  Φίνος Φίλμς...




















(και επειδή δεν υπάρχει στο Σωλήνα η σκηνή και  βαριέμαι το κόψε ράψε για να την απομονώσω σε βίντεο .δείτε την παρωδία της
)
και τον Ανέστη Βλάχο ως το δεξί του χέρι...


  Κι άλλο Υ.Γ.: Δείτε την παραγνωρισμένη τελικά στην εποχή της (και ακόμα και σήμερα) ταινία του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν "Το σκοτεινό χωριό" (The Village) . Δεν λέω γιατί για να μην "χαλάσω" το σασπένς...  (Ακόμα βρίζω το βλάκα που μου είπε το τέλος της "Έκτης Αίσθησης")



Δεν υπάρχουν σχόλια: